Σαγηνευτική δύναμη με καλεί σαν τον δραπέτη
Να τρέξω, ν’ απομακρυνθώ, να χαθώ.
Σ’ έναν κόσμο πιο φιλόξενο
για την πληγωμένη ευαισθησία μου.
Δε μου υπόσχεται ακριβή προορισμό.
Μια ασαφή ιδέα για πυξίδα μόνο.
Τριγύρω όλα ξένα με αύρα εχθρική.
Από τ’ ασήμαντα ως τα πιο ουσιώδη.
Αναταράσσουν με τις δονήσεις τους
την ήδη ταραγμένη ψυχή μου.
Δε χωρά κανέναν και τίποτα αυτή τη στιγμή.
Μόνο εκείνην που με την προστατευτική της χροιά
με καλύπτει.
Λόγια στριμωγμένα στο μυαλό μου,
αδιάλειπτα κι ακατανόητα, βαραίνουν την καρδιά.
Πονάω.
Μόνο αυτή μου μένει.
Με καλεί σαν θεραπεία που γνωρίζω πως δεν είναι.
Ποθώ να βουτηχτώ στη δειλία μου, παρά να σταθώ.
Αυτή τη στιγμή που απουσιάζει το κουράγιο.
Ίσως αργότερα, κάπου ανάμεσα σ’ ένα όμορφο θέαμα,
μια όμορφη σκέψη ή λέξη το βρω.
Μα τώρα χάνομαι κι εκείνη με περιμένει.
Μιλά ψιθυριστά μέσα στο μυαλό μου σαν ερωμένη.
Μουδιάζει τη σκέψη μου.
Σχεδόν δεν αισθάνομαι.
Δε θα μου δώσει απαντήσεις,
δε θα μου βρει λύσεις.
Ίσως στο ταξίδι τις βρω κρυμμένες
στην εναλλαγή παραστάσεων.
Προς το παρόν υπακούω στην ορμητική της έλξη.
Δεν περιμένω τίποτα.
Δεν επιθυμώ τίποτα.
Μονάχα εκείνη.
Με καλεί.
Με περιμένει.
Η φυγή από τον επώδυνο βάλτο των πληγών.