Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι που ζούσε σε ένα γυάλινο σπίτι. Θα περίμενε κανείς οι τοίχοι του να είναι διάφανοι, όμως στην πραγματικότητα ήταν θόλοι. Σκεπασμένοι με υδρατμούς σε όλο το μήκος τους. Πολλές φορές το κοριτσάκι άπλωνε το χέρι και ζωγράφιζε πάνω στους υδρατμούς για να παίξει. Άλλες φορές έγραφε λέξεις κι άλλες σχεδίαζε απλά σχήματα. Κάθε που άγγιζε με το δαχτυλάκι της τον τοίχο κι έσπαγε τη συνοχή των υδρατμών, έβλεπε λίγο έξω από το σπίτι. Προλάβαινε να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο πριν αυτοί σχηματιστούν ξανά για να την παγιδεύσουν στην υγρή αγκαλιά τους. Το σπίτι είχε πολλή υγρασία. Τόση υγρασία που τα πνευμόνια της είχαν μάθει να λειτουργούν με αυτήν.
Στο πίσω μέρος υπήρχε μια αυλή. Ξεχασμένη κι απεριποίητη. Από μικρή ήθελε να βγει στην αυλή. Να την δει από κοντά. Ποτέ δεν το έκανε. Πάντα την κοίταζε μέσα από τις ρωγμές των υδρατμών που ζωγράφιζε με το χέρι της. Μια μέρα, όταν είχε μεγάλωσε πια λίγο, τόλμησε να ανοίξει την πόρτα της αυλής. Στην αρχή ένιωσε τα πνευμόνια της να ξεραίνονται από τη διαφορά υγρασίας. Φοβήθηκε και ξανάκλεισε την πόρτα. Προσπάθησε κι άλλες φορές να βγει στην αυλή. Μάταια όμως. Κάθε φορά ο ίδιος φόβος: ότι δεν θα μπορέσει να ανασάνει δίχως την υγρασία που είχε συνηθίσει. Το μόνο που της έμενε να κάνει, ήταν να φτιάξει την αυλή όμορφη μέσα στο μυαλό της. Και αυτό έκανε. Με κάθε δαχτυλιά πάνω στους τοίχους προσέθετε με τη φαντασία της και κάτι στην αυλή. Ένα φυτό, ένα παγκάκι, μια κούνια, ένα δέντρο, ένα λουλούδι. Ώσπου στο τέλος της έδωσε τη μορφή των ονείρων της. Έναν υπέροχο κήπο ανθισμένο, έτοιμο να υποδεχτεί ένα παιδί και να του χαρίσει χαμόγελα κι ελευθερία. Ποτέ δεν της έφτασε όμως αυτό. Όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε μαζί και η ανάγκη να δημιουργήσει αυτόν τον κήπο στ’ αλήθεια. Μόνη της όμως δε θα τολμούσε ποτέ να βγει στην αυλή. Ήταν πεπεισμένη πια ότι δεν μπορούσε.
Κάποτε, ενώ ζωγράφιζε στη γυάλινη επιφάνεια της εξώπορτας του σπιτιού, πέρασε απ’ έξω μια παρέα παιδιών. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Κι άλλες φορές είχαν περάσει παιδιά, αλλά κανένα δεν είχε δείξει ποτέ ενδιαφέρον. Την κοιτούσαν μόνο. Άλλα με απορία, άλλα με φόβο, αλλά με κριτική. Αυτή η παρέα όμως είχε κάτι διαφορετικό. Σαν να το ήθελε η μοίρα να περάσουν από εκεί. Τους κοιτούσε καθώς πλησίαζαν και τους παρατηρούσε. Όντως ήταν διαφορετικά αυτά τα παιδιά. Είχαν μια λάμψη στα μάτια τους και μια καθαρότητα καρδιάς στο βλέμμα τους. Την κοίταξαν. Για πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να επικοινωνήσει με ανθρώπους. Πριν να το καταλάβει κι εκείνη σήκωσε το χέρι της και τους έγνεψε να έρθουν μέσα. Προς έκπληξη της, τα παιδιά, χωρίς να το σκεφτούν, άρχισαν να περπατούν προς το μέρος της. Όταν έφτασαν στο κατώφλι του σπιτιού, η καρδιά της από τη χαρά και την αγωνία κόντευε να σπάσει! Άνοιξε δειλά την πόρτα και τους άφησε να περάσουν.
Πρώτο μπήκε ένα αγόρι. Την ακολούθησε σαν να ήθελε να του δείξει το σπίτι, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά περιπλανιόνταν μόνα τους στον χώρο. Από τη λαχτάρα της να μοιραστεί, τον πήγαινε από μέρος σε μέρος με τον ενθουσιασμό παιδιού που πηγαίνει για πρώτη φορά στην παιδική χαρά. Στη βιασύνη της όμως ξέχασε την αυλή. Μόλις τελείωσε η ξενάγηση, σταμάτησαν λίγο να ξαποστάσουν. Στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Το κορίτσι σήκωσε ντροπαλά τα μάτια και αυτά συναντήσαν τα μάτια του αγοριού. Τι ήταν αυτό που είχαν τα μάτια του; Σαν τίποτα να μην μπορούσε να τους σταθεί εμπόδιο. Σαν να ήταν από έναν άλλον κόσμο που το κορίτσι δεν είχε καν φανταστεί. Κι όμως! Ξαφνικά θυμήθηκε την αυλή της! Ναι τα μάτια του είχαν κάτι από την αυλή της! Είχαν ελευθερία! Μόνο εκείνος θα μπορούσε να καταλάβει. Το ήξερε. Το ένιωθε. Εκείνον περίμενε! Του έπιασε ασυναίσθητα κι αυθόρμητα το χέρι και τον τράβηξε προς την αυλή. Εκείνος δεν αντιστάθηκε. Ήταν πάντα πρόθυμος. Το κορίτσι άρχισε να ζωγραφίζει με πάθος πάνω στο γυαλί αυτά που είχε φανταστεί και να του τα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια. Το αγόρι κοιτούσε προσεκτικά, πότε με ενθουσιασμό, πότε με κατανόηση, πότε με χαμόγελο. Όμως κάτι τον κρατούσε πίσω. Δεν μιλούσε. Κι αυτό ανησυχούσε το κορίτσι.
Η μέρα κύλησε, ήρθε το βράδυ και τα παιδιά έμειναν εκεί. Πέρασαν μέρες. Πέρασαν χρόνια. Έκαναν το σπίτι της σπίτι τους. Άλλα συνήθισαν αμέσως την υγρασία σαν να την αναζητούσαν. Άλλα ένιωθαν συχνά δυσφορία, αλλά επέλεξαν να μείνουν. Κάποια τελικά έφυγαν. Τα έδιωξε το ίδιο το σπίτι. Το αγόρι πάντα δίπλα στο κορίτσι, αλλά πάντα σιωπηλό. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να ανασαίνει βαριά. Φαινόταν ότι δεν άντεχε πια το κλίμα του σπιτιού, όμως δεν ήθελε να αφήσει το κορίτσι. Εκείνη τον έβλεπε ότι αρρώσταινε. Ανησυχούσε ότι θα τον χάσει. Δεν της περνούσε όμως ούτε κατά διάνοια να του πει να φύγουν. Ότι ήταν η υγρασία που έφταιγε. Προσευχόταν μόνο να συνηθίσει. Να προσαρμοστεί. Να γίνει καλά.
Με τον ερχομό των παιδιών μεταμορφώθηκε σιγά σιγά και το ίδιο σπίτι. Η υγρασία είχε γίνει πιο μεγάλη για να φτάνει για όλους. Ήταν τόση πια που οι εσωτερικοί τοίχοι του σπιτιού είχαν αρχίσει να ξεφλουδίζουν και να κάνουν ρωγμές. Μέχρι που ήρθε η πρώτη καταστροφή. Τέτοιο σεισμό δεν είχαν ξανανιώσει στη ζωή τους. Οι εσωτερικοί τοίχοι γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Έμεινε μόνο το γυάλινο περίβλημα. Το σπίτι στεκόταν πια στον αέρα. Δεν κατάλαβαν πως και γιατί ήρθε η καταστροφή. Το κορίτσι λύγισε. Ο πόνος της βουβός. Έχασε κάθε στήριγμα και έβλεπε το σπίτι μετέωρο. Φοβόταν. Ξέχασε την αυλή. Δεν μπορούσε να ονειρευτεί τίποτα πια. Το αγόρι όμως πάντα δίπλα της. Και τα παιδιά πάντα εκεί. Στο σπίτι που ήταν σαν δικό τους.
Μετά το σεισμό κάτι άλλαξε. Το αγόρι άρχισε να μιλά. Και σε εκείνη και σε όλα τα παιδιά. Είχε δει. Είχε καταλάβει πως ερχόταν το τέλος. Έψαχνε να ανοίξει τα παράθυρα. Μα παράθυρα δεν υπήρχαν. Άνοιγε συχνά τις πόρτες να παίρνουν αέρα τα παιδιά, μα αυτές έκλειναν ξανά με δύναμη και ορμή σαν θυμωμένες. Σκούπιζε τα τζάμια με το χέρι του να βλέπουν τα παιδιά έξω. Να μην ξεχάσουν τη θέα του έξω κόσμου. Να μην τη χάσουν. Το κορίτσι τον έβλεπε και χαιρόταν. Χαιρόταν γιατί επιτέλους μιλούσε και συμμετείχε. Δεν καταλάβαινε το πως και το γιατί το έκανε, αλλά χαιρόταν.
Το σπίτι αντιδρούσε έντονα, με περισσότερη υγρασία, τόση που θα μπορούσε να τους σκοτώσει, αν δεν ήταν το αγόρι να ανοίγει τις πόρτες. Άρχισαν και τα παιδιά να ανοίγουν τις πόρτες, να παίρνουν αέρα. Ακόμα και το κορίτσι βρήκε το θάρρος να ανασάνει. Αυτό το άνοιξε-κλείσε έφθειρε το σπίτι, ώσπου σε ένα κλείσιμο πόρτας έγινε η πρώτη μεγάλη ρωγμή. Όταν αντιλήφθηκαν τα παιδιά ότι το σπίτι άρχισε να σπάει και τα γυαλιά θα τους κάρφωναν θανάσιμα, έψαξαν για διέξοδο. Σχεδόν τράπηκαν σε φυγή. Το κορίτσι έπιασε ξανά το αγόρι από το χέρι, όπως εκείνη την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν και τον τράβηξε προς την αυλή. Μόνο που αυτή την φορά βρήκε το θάρρος, άνοιξε την πόρτα και βγήκαν και οι δύο έξω. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και το σπίτι άρχισε να καταρρέει. Έμειναν πιασμένοι χέρι-χέρι να το κοιτούν αποσβολωμένοι.
Το κορίτσι άρχισε να μην μπορεί να ανασάνει. Πνιγόταν. Ο λαιμός της ξερός και τα πνευμόνια της γέμιζαν με κάτι πρωτόγνωρο. Αέρα. Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τόσο βαθιά που στην εκπνοή του έβγαλε μια κραυγή. Η δόνηση της κραυγής διέλυσε και το τελευταίο κομμάτι γυαλιού που είχε μείνει όρθιο στο σπίτι. Δεν έμειναν παρά θρύψαλα. Το κορίτσι γονάτισε. Τα δάκρυα της κυλούσαν με ορμή και πότιζαν το χώμα. Άνοιξε τα μάτια και είδε ένα μικρό πράσινο κλωνάρι να δροσίζεται από τα δάκρυα της. Όμως ήταν τόσα πολλά, που το κλωνάρι έγερνε από το βάρος. Το κορίτσι σταμάτησε να κλαίει. Έσκαψε με τα χέρια της, πήρε το μικρό κλωνάρι στη χούφτα της μαζί με λίγο χώμα και το έδειξε στο αγόρι.
«Αυτό είναι ζωή!» της είπε.
«Και τι χρειάζεται για να υπάρχει ζωή;» τον ρώτησε με τα δακρυσμένα μάτια της να τον κοιτούν διψασμένα.
«Αγάπη! Μόνο αγάπη χρειάζεται! Τίποτε άλλο».
Υποσχέθηκαν να φτιάξουν μαζί την αυλή των ονείρων της. Έναν κήπο με ό,τι όμορφο είχαν μέσα τους για να φυτέψουν το κλωνάρι και να το θρέφουν με αγάπη από την ψυχή τους.