«Δεν είμαι δικός σου πια» είπε κι απομακρύνθηκε από τον Δυνάστη. Αυτό ήταν! Είχε κάνει την επανάστασή του. Όλοι τον θαύμασαν για το κουράγιο και την αποφασιστικότητα του. Και η έκφραση του έμεινε στην ιστορία. «Δεν είμαι δικός σου πια. Δεν είμαι δικός σου πια… δικός σου πια… δικός σου πια… σου πια… σου πια… Σουπιά.» Και κάπως έτσι του βγήκε το παρατσούκλι «ο Σουπιάς». Ήταν το ηχόχρωμα των λόγων και ο απόηχος της πράξης του να αποδεσμευτεί από ό,τι κρατούσε το πνεύμα του σκλαβωμένο και δέσμιο του Δυνάστη Ύλη.
Και τότε έκατσε κι έγραψε. Έγραψε σε ένα χαρτί ό,τι τον πόνεσε, το έβαλε σε ένα μπουκάλι κι έριξε το μπουκάλι στη θάλασσα. Κι έτσι το μελάνι σκέπασε το παρελθόν με ένα πέπλο λήθης και η θάλασσα του υποσχέθηκε ότι θα φυλάξει το μυστικό του όσο καλά μπορούσε. Όμως η θάλασσα είναι γυναίκα… και ως γυναίκα δεν ξέρει να κρατά μυστικά. Ξέρει όμως να τα εκμυστηρεύεται εκεί που αξίζει. Και το μπουκάλι του Σουπιά ταξίδεψε. Ταξίδεψε. Και μόλις η θάλασσα βρήκε τα άξια χέρια, το μπουκάλι βγήκε στην επιφάνεια και φάνηκε ξανά. Γιατί το μελάνι γράφει, μα δε σβήνει. Κι ό,τι γράφει, μένει. Κι ό,τι μένει, είναι για να διαβάζεται. Κι όταν διαβάζεται, μοιράζεται. Κι όταν μοιράζεται, ξεχνιέται. Μόνο τότε σβήνει. Όχι από το χαρτί, μα από την καρδιά.