Ο γίγαντας με τα κρυστάλλινα δάκρια

Σ’ ένα ψηλό μοναχικό βουνό κάπου στις πεδιάδες της μοναξιάς, ζούσε ένας όμορφος γίγαντας. Ήταν γενναίος και άφοβος και τίποτα δεν σκίαζε το καθαρό μυαλό του. Είχε φίλους κι άλλους γίγαντες που ζούσαν στα τριγύρω βουνά και συχνά μαζεύονταν, συζητούσαν και γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς. Σε κανέναν όμως δεν είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το μεγάλο του μυστικό.

Σαν παιδί μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Δεν είχε αδέρφια και οι γονείς του τον αγαπούσαν όσο τίποτα στον κόσμο κι εκείνος τους αγαπούσε το ίδιο. Όταν έφτασε στα έντεκα του χρόνια, την ημέρα των γενεθλίων του, πριν φυσήξει τα έντεκα κεριά, ευχήθηκε να έχει πάντα κοντά του την αγάπη των γονιών του. Όμως δεν άργησε να φανεί πως η ευχή του δεν θα έβγαινε αληθινή, αφού λίγες μέρες αργότερα, η μητέρα του σκοτώθηκε από ένα κοπάδι πεινασμένων λύκων, ενώ είχε βγει στο δάσος να μαζέψει σπάνια βότανα. Ο θρήνος ήταν μεγάλος για την οικογένεια και το πλήγμα για τον πατέρα του τόσο βαρύ που δεν μπόρεσε να το αντέξει. Έτσι μετά από ένα περίπου χρόνο πέθανε κι αυτός, αφήνοντας το μικρό παιδί μόνο. Ο γίγαντας έκλαψε τόσο πολύ για το χαμό των γονιών του, που ένα βράδυ, όπως καθόταν μόνος του στο δωμάτιο του κι έκλαιγε απαρηγόρητος για ώρες, άρχισαν να τον πονούν τα μάτια του. Ξαφνικά ένιωσε τσιμπήματα στο πρόσωπο του. Αμέσως έτρεξε στον καθρέφτη να δει τι συνέβαινε. Έμεινε άφωνος! Τα δάκρυα που έβγαιναν από τα μάτια του μετατρέπονταν σε μικρά, αστραφτερά, κρυστάλλινα πετραδάκια! Κι όσο συνέχιζε να κλαίει τόσο τον πονούσαν τα μάτια του! Εκείνη τη νύχτα λοιπόν υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα ξανακλάψει ποτέ ξανά για τίποτα και για κανέναν. Τον πονούσαν πια τόσο τα δάκρυα! Σε κανέναν όμως ποτέ δεν διηγήθηκε αυτή την ιστορία από φόβο μην τον κοροϊδέψουν.

Τα χρόνια πέρασαν κι ενώ έγινε ένας θαρραλέος γίγαντας, ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν τα δάκρυα του. Έτσι πάντα απέφευγε τις καταστάσεις που θα του έφερναν συγκίνηση ή στεναχώρια και ακόμα και το γέλιο του ήταν συγκρατημένο. Ήταν πάντα ευδιάθετος και καλοσυνάτος στην παρέα με τους άλλους γίγαντες, όμως ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του, ούτε άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει πολύ. Και με τις γυναίκες ήταν πολύ απόμακρος γιατί είχε ακούσει από τους σοφούς του χωριού πως «οι γυναίκες πάντα φέρνουν μεγάλα δάκρυα».

Κάποια μέρα, θα’ ταν καλοκαίρι, δέχτηκε μια απρόσμενη επίσκεψη.

Ήταν μια όμορφη κοπέλα, καινούρια στην περιοχή, που είχε ανέβει στο βουνό για να μαζέψει βότανα. Είχε κουραστεί τόσο από την πεζοπορία και τη ζέστη, που μόλις είδε το σπίτι του γίγαντα έσπευσε να χτυπήσει την πόρτα για να ζητήσει ένα ποτήρι νερό. Εκείνος άνοιξε ανυποψίαστος, μα μόλις την αντίκρισε ένιωσε μια έκπληξη βαθιά μέσα του. «Τι να ζητά μια κοπέλα μόνη εδώ πάνω;» σκέφτηκε. «Κι είναι τόσο όμορφη!» συλλογίστηκε.

«Καλησπέρα» του είπε εκείνη. «Με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά ανέβηκα στο βουνό να μαζέψω βότανα κι είμαι εξαντλημένη από την κούραση. Κάνει και τόση ζέστη! Μήπως θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό;» .

«Φυσικά!» απάντησε εκείνος λίγο φοβισμένος και της πρότεινε να περάσει μέσα να ξαποστάσει.

«Τι όμορφο σπίτι που έχετε! Μόνος σας μένετε εδώ;» τον ρώτησε για να σπάσει τον πάγο. «Ναι. Μόνος» της αποκρίθηκε μονολεκτικά.

«Είναι πολύ όμορφος τόπος. Ξέρετε εγώ μόλις μετακόμισα μαζί με τους γονείς μου στους πρόποδες του βουνού» συνέχισε εκείνη με ενθουσιασμό αλλά και λίγο διστακτικά μήπως τον ενοχλούσε με την φλυαρία της. Εκείνος απλά χαμογέλασε από ευγένεια και δεν είπε λέξη. Χωρίς να χάσει το θάρρος της η κοπέλα πήρε το ποτήρι με το νερό που της πρόσφερε και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο.

«Τι όμορφη θέα που έχετε από εδώ! Όλα φαίνονται τόσο φωτεινά!» θαύμασε. Ο γίγαντας παραξενεύτηκε σαν διαπίστωσε πως τόσα χρόνια, από όταν πέθαναν οι γονείς του, δεν είχε κοιτάξει ποτέ έξω από το παράθυρο. Καθώς σκεφτόταν, αναπόλησε πόσο όμορφα ήταν όταν καθόταν με τη μητέρα του και κοιτούσε τη βροχή ενώ εκείνη του διάβαζε το αγαπημένο του παραμύθι.

«Να πηγαίνω τώρα. Σας ευχαριστώ πολύ για το νερό και με συγχωρείτε για την ενόχληση» τον διέκοψε η κοπέλα.

«Παρακαλώ… Καμία ενόχληση» ψέλλισε αφού εκείνη είχε πια απομακρυνθεί.

Έμεινε εκεί ώρες, όρθιος στην ανοιχτή πόρτα να αναρωτιέται γιατί οι σοφοί λένε πως οι γυναίκες φέρνουν μεγάλα δάκρυα. Πότε σκεφτόταν φοβισμένος τα δάκρυα του και πότε ονειρευόταν την στιγμή που θα την ξανασυναντούσε. Τον έκανε να νιώσει τόσο όμορφα μετά από τόσα χρόνια!

Η στιγμή που θα ξανασυναντιόνταν δεν άργησε να έρθει. Για την ακρίβεια συναντήθηκαν πολλές φορές από τότε. Ο γίγαντας κατέβαινε συχνά στους πρόποδες για προμήθειες κι έτσι πήγαινε ανελλιπώς στο μαγαζί που είχε ανοίξει ο πατέρα της κοπέλας για να βρίσκει και την ευκαιρία να την βλέπει. Εκείνη όποτε τον έβλεπε, χαμογελούσε τόσο που έλαμπε το πρόσωπό της. Εκείνος, ντροπαλός και φοβισμένος, ήταν λιγομίλητος, ίσως και απότομος αλλά πάντα ευγενικός. Την παρατηρούσε κάθε φορά πως εξυπηρετούσε τον κόσμο, πόσο καλοσυνάτη και φιλεύσπλαχνη ήταν με όλους. Έφτασε σε σημείο να κατεβαίνει κάθε μέρα από το βουνό μόνο και μόνο για να την βλέπει. Ένιωθε ότι είχε τόση ανάγκη το φως που εξέπεμπε. Του είχε τόσο λείψει.

Κάποια μέρα μετά από καιρό, είχε φτάσει άνοιξη πια, η κοπέλα ξανανέβηκε στο βουνό να μαζέψει λουλούδια κι άλλα βοτάνια για το μαγαζί του πατέρα της. Έφτασε κοντά στο σπίτι του γίγαντα χωρίς να το καταλάβει. Εκείνος καθόταν σε μια γωνιά στην αυλή, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που την είδε και τόσο απορροφημένος στο να την κοιτάζει, που δεν πήγε να της μιλήσει.

Καθώς τακτοποιούσε τα άνθη στο καλάθι της άρχισε να σιγοτραγουδά ένα παλιό τραγούδι. Ο γίγαντας όταν το άκουσε από την γλυκιά φωνή της μαρμάρωσε. Τη στιγμή εκείνη γύρισε και τον είδε. Από την ντροπή της, έσκυψε το κεφάλι, χαμογέλασε και σταμάτησε να τραγουδά. «Συνέχισε! Μη σταματάς!» της φώναξε ο γίγαντας.

Συνέχισε να τραγουδά λίγο δειλά στην αρχή, αλλά όσο έβλεπε ότι τον ευχαριστούσε, τόσο δυνάμωνε τη φωνή κι έβαζε πάθος στο τραγούδι της, το οποίο ήταν το αγαπημένο των γονιών του. Η φωνή της, η όψη της, ο τρόπος που το έλεγε τον έκαναν να συγκινηθεί τόσο, που άρχισαν δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Ο πόνος των δακρύων του τον έκανε να γονατίσει, αλλά δε σταμάτησε να κλαίει.

Η κοπέλα έτρεξε κοντά του σαστισμένη, έπιασε το πρόσωπο του με τα δυο της χέρια και βλέποντας τα κρύσταλλα να κυλούν, του άγγιξε τα μάτια και άρχισε πάλι να τραγουδά, πιο δυνατά από πριν. Ξάφνου, το θαύμα συνέβη! Τα κρύσταλλα άρχισαν να λιώνουν για να δώσουν τη θέση τους σε κανονικά δάκρυα. Μόλις ένιωσε ότι ο πόνος είχε φύγει, σταμάτησε το τραγούδι και τον αγκάλιασε.

«Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ!» της έλεγε εκείνος ξανά και ξανά με ανακούφιση. «Το φως σου έδιωξε το φόβο μου. Σ’ ευχαριστώ!».

«Εγώ σ’ ευχαριστώ» του απάντησε.

«Για χρόνια έβλεπα στο όνειρο μου ένα κρυστάλλινο σπίτι να λιώνει και μέσα έναν άνδρα να πνίγεται από το νερό κι αυτό το τραγούδι να ακούγεται σιγανά από πίσω. Ξυπνούσα ταραγμένη κι έκλαιγα που δεν μπορούσα να κάνω κάτι να τον βοηθήσω. Τώρα καταλαβαίνω!»

 «Μείνε εδώ κοντά μου» την παρακάλεσε.

Του χαμογέλασε και κοιτώντας τον στα μάτια τού είπε «Μα πως μπορώ να φύγω από τον άνθρωπο που δέχθηκε την αγάπη μου γι’ αυτόν και την έκανε δάκρυ γιατρειάς;».

Κι έτσι έζησαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα γνωρίζοντας πια πως το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν πονά είναι η αγάπη. 

Related Posts

Leave a Reply