Μονάχα με ψυχή

Πλαγιασμένη σε εμβρυακή στάση, πονούσε. Τα χέρια της, σταυρωμένα μπρος στο στήθος της, έσφιγγαν την πληγή που αιμορραγούσε στ’ αριστερά. Είχαν περάσει χρόνια απ’ όταν δέχτηκε τη μαχαιριά, μα κάθε που άλλαζε ο καιρός, άνοιγε. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ζήσει έτσι. Πώς θα κατάφερνε να προχωρήσει με ένα τραύμα που δεν έλεγε να κλείσει. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Κειτόταν εκεί, σχεδόν λιπόθυμη και χωρίς κανέναν να βοηθήσει.

Ξάφνου, σαν από μηχανής Θεός, στάθηκε μπροστά της. Κάθισε δίπλα της. Την ανασήκωσε απαλά και την πήρε στην αγκαλιά του ευλαβικά σαν νεογέννητο. Δέχτηκε με ευγνωμοσύνη κάθε του κίνηση. Δε χρειαζόταν να γνωρίζει ποιός ήταν. Δεν νοιαζόταν καν για το τι μπορεί να ήθελε από εκείνη. Της έφτανε που μέσα στην αγκαλιά του σταματούσε ο πόνος. Μόλις συνήλθε λίγο, χαλάρωσε τα χέρια από το στήθος και κοίταξε την πληγή. Το αίμα είχε σταματήσει.

«Τι έκανες;» τον κοίταξε έκπληκτη.

«Απλά σε άγγιξα με αγάπη» απάντησε χαμογελώντας τρυφερά.

«Σ’ ευχαριστώ» είπε και κούρνιασε στην αγκαλιά του.

Ήταν δυο άγνωστοι που η αγάπη θέλησε να ενώσει.
Δίχως έρωτα. Δίχως ελπίδες.
Μονάχα με ψυχή.

Related Posts

Leave a Reply