Φανερά δείπνα σε πλούσια τραπέζια τραβούν τα φώτα.
Μα ο μυστικός δείπνος τελείται στην άκρη ενός πεζοδρομίου, λαμβάνοντας Φως.
Στο άδειο χαρτόκουτο ενός άστεγου.
Στην κάμαρα ενός φτωχού, η προσευχή έμεινε ανεκπλήρωτη.
Όχι από τον Θεό, μα απ’ τον συνάνθρωπο.
Εκείνον που δεν έμεινε.
Σηκώθηκε κι έφυγε πριν γίνει η Κοινωνία για να προλάβει.
Κλεισμένος έξω από χρυσοποίκιλτες πόρτες,
με τους κατόχους τους να παίζουν στον τζόγο ζωές
και να κρατούν μυστικά σφαλισμένα για την ασφάλειά τους.
Ποιά μύηση αλήθεια σε κάνει άνθρωπο;
Ποιά μύηση σε κάνει απόστολο του λόγου της αγάπης, αν όχι η πράξη αυτής;
Τα φανερά προσποιούνται μυστικότητα και τα κρυφά αληθοφάνεια.
Ο αλέκτωρ λάλησε.
Όχι τρις μα τρισάκις.
Δεν ακούγεται πια.
Κουράστηκε να μαρτυρά αθέλητες προδοσίες.
Το φιλί επιτράπηκε και δόθηκε με ζήλο.
Είναι το μόνο που αφήνεται πια ελεύθερο να μολύνει ψυχές.
Το φιλί της αγάπης απαγορεύτηκε.
Στον ήχο της πρώτης κραυγής, ο Ιούδας ζώστηκε τα 30 αργύρια.
Τα 7 αμαρτήματα εις τριπλούν, την τιμωρία και την αιώνια ενοχή.
Απόλαυσε τον απαγορευμένο καρπό πριν γίνει δηλητήριο στα σωθικά του.
Πέρα στο λόφο του μαρτυρίου, στα πόδια του σταυρού, η Μάνα σπαράζει.
Η τελευταία κραυγή της,
βάλσαμο κι οδυρμός στα στήθη κάθε μάνας… εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.