Στης καρδιάς την κρύπτη φωλιάζει δειλά. Βολεύεται και νωχελικά περιμένει το τέλος. Η αδελφή της δε χώρα στο ίδιο δωμάτιο. Ξενιτεύτηκε στα ανώτερα δώματα του νου. Δραστήρια, τολμηρή και γενναία. Δυο αδελφές τόσο ανόμοιες κι όμως συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα.
Όταν η επιλογή έχει γίνει, η ελπίδα κρυφοκοιτάζει πίσω από την κουρτίνα για να δει αν η αδελφή της τα κατάφερε. Η επιλογή στέκεται αγέρωχη και χαμογελά με την αφέλεια της ελπίδας. “Μα πόσο κουτή είναι η αδελφή μου! Νομίζει πως οι ευθύνες είναι θέμα τύχης!” συλλογίζεται. Η ελπίδα δε μιλά. Μονάχα προσεύχεται. Έχει συνηθίσει κάτι ανώτερο να τη σώζει από τον θάνατο την τελευταία στιγμή. “Πώς μπορεί να πιστεύει η αδελφή μου πως όλα εκείνη τα ορίζει;” αναρωτιέται. “Μοιάζει παντοδύναμη, μα στ’ αλήθεια ρισκάρει τη ζωή της για ένα τίμημα”.
Η επιλογή τελείωσε το έργο της. Όλα έχουν δρομολογηθεί. Δεν γνωρίζει αν θα γευτεί την επιτυχία. Της φτάνει που έστρωσε το τραπέζι. Δικό της το γεύμα, δίκη της κι η επίγευση. Η ελπίδα, στο ενοικιαζόμενο δωμάτιό της, αιχμάλωτη των μεταφυσικών της πεποιθήσεων, θα χορτάσει ξανά με ξένους καρπούς. Αρκείται, με μια ταπεινή υπερηφάνεια, στο να συνοδεύει νοητικά την επιλογή στον δρόμο της. Δεν πορεύεται ποτέ μόνη. Δεν προσπαθεί. Η επιλογή τη δέχεται στωικά στο πλάι της, σαν συντροφιά που της γλυκαίνει το ρίσκο, μα γνωρίζει ότι η απατηλή της υπόσχεση για επιτυχία μπορεί να γίνει επικίνδυνη.
Λίγο πριν τον προορισμό, οι δυο αδερφές χωρίζουν. Η ελπίδα κλείνεται ξανά στο δωμάτιό της και πεθαίνει ή αναπτερώνεται, ανάλογα με την έκβαση της επιλογής.
Κάπου απέναντι, η ευθύνη περιμένει την επιλογή να τη συνοδέψει.Ρίχνει ένα περιφρονητικό βλέμμα στην ελπίδα, επικρίνοντάς τη για την αδυναμία της να εξαρτάται από τις πράξεις άλλων. Η επιλογή ωριμάζει με κάθε ευθύνη που έρχεται στο πλάι της και συνεχίζει να προκαλεί τη μοίρα της, ενώ η ελπίδα αναγεννάται και κάθε φορά εύχεται κρυφά να γλιτώσει άλλον έναν θάνατο.