Στην αποβάθρα δεν είχε πολύ κόσμο. Στεκόταν σε μια γωνιά και διάβαζε το βιβλίο της. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που έβγαινε μόνη κι ήθελε να εκμεταλλευτεί και το τελευταίο λεπτό της ελευθερίας της που θα τέλειωνε μόλις άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της. Τη συνάντηση αυτή με τις φίλες της την κανόνιζε μήνες τώρα. Πότε ένας πυρετός του μωρού, πότε ένα εμβόλιο, πότε η δική της άσχημη διάθεση την εμπόδιζαν να το αποφασίσει.
«Έλα ξεκόλλα πια, βάλε ένα ρούχο πάνω σου κι έλα να πιούμε έναν καφέ! Δε θα πάθει τίποτα να μείνει και λίγο μακριά σου!» την πίεζε η Μιχαέλα, η αδέσμευτη της παρέας. Η Ιφιγένεια δεν είχε αμφιβολίες για το μωρό. Πιο πολύ για την ίδια και τις ενοχές της.
«Με τον πατέρα του θα μείνει, όχι με κανέναν ξένο! Δε λες καλά που έχεις κι έναν άνθρωπο να καταλαβαίνει τις ανάγκες σου και να σε στηρίζει;» προσπαθούσε να την πείσει η δυστυχισμένη με τον γάμο της Νάντια. Κι είχε δίκιο. Ο Παύλος της είχε πει από την αρχή πως όποτε θελήσει να βγει λίγο, να ξαναβρεί τον εαυτό της, θα καθόταν εκείνος με το μωρό. Μα πάλι τύψεις ένιωθε η Ιφιγένεια. Σαν να θυσίαζε πολύτιμες οικογενειακές στιγμές σε εξόδους που δικαιολογούνταν μόνο προ παιδιού. Τι τα ήθελε τώρα αυτά εκείνη; Ήταν μάνα πια. Μα μέσα της μια νεανική φλέβα χτυπούσε δυνατά και πού και πού της ξυπνούσε την έφηβη που οι γονείς τής στερούσαν την έξοδο.
«Στο κάτω κάτω είναι και δικό του παιδί! Γιατί δεν τον αφήνεις να έχει κι εκείνος λίγο ποιοτικό χρόνο μόνος του μαζί του. Μόνο εσύ δηλαδή έχεις αυτό το δικαίωμα;» τη συμβούλευε η Μαρία που είχε διαβάσει κάθε νέα τάση της σύγχρονης γονεϊκότητας. Μακάρι να το ένιωθε εγωιστικά σαν δικαίωμα η Ιφιγένεια. Η φωνή της μάνας της την ορμήνευε υποσυνείδητα σαν Ερινύα πως «είναι υποχρέωση της γυναίκας να μένει με το παιδί της!»
Να τη όμως τώρα, να περιμένει το μετρό για να βγει σαν σύγχρονη μαμά. Τα μαλλιά της πέφτουν περιποιημένα στους ώμους της και λίγο την ενοχλούν. Δέκα μήνες τώρα συνήθισε με τον μαμαδίστικο κότσο και ξέχασε την υφή τους μέχρι και το χρώμα τους. Τα ρούχα τής φαίνονται στενά. Δυσκολεύτηκε να βρει κάτι να της κάνει όπως παλιά. Νιώθει λίγο άβολα έτσι όπως αγκαλιάζουν τις καμπύλες της που έχουν πια στρογγυλέψει. Μπαίνει στον πειρασμό να νοσταλγήσει τις φόρμες της, αλλά συγκρατείται. Θα της κάνει καλό να θυμηθεί πως δεν έχει πάψει να είναι γυναίκα. Τακούνια δεν τόλμησε να φορέσει τακούνια. Ήθελε κάτι να την κρατά στη γη για να μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στους δυο ρόλους.
Αφοσιωμένη στο βιβλίο της δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι την κοιτούσε.
«Θα μπορούσα να ρωτήσω τι διαβάζεις;» Ξαφνιασμένη, γύρισε αυθόρμητα το εξώφυλλο του βιβλίου προς το μέρος του.
«Δεν το έχω ακούσει. Είναι καλό;»
«Ναι. Μέχρι τώρα.» απάντησε χαμογελώντας αμήχανα.
«Εγώ απολαμβάνω τον Ντέμιαν. Το γνωρίζεις;» είπε επιδεικνύοντας σαν τρόπαιο το βιβλίο που κρατούσε. Μα φυσικά και διάβαζε Ντέμιαν! Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό, ο νεαρός πρέπει να ήταν γύρω στα 23.
«Είναι πολύ ωραίο βιβλίο» του αποκρίθηκε.
«Μιλάει για τη θλίψη της νεότητας και την αναζήτηση της ταυτότητας λίγο πριν την ενηλικίωση. Απαραίτητο ανάγνωσμα για ανθρώπους της ηλικίας μας θα έλεγα.» Η Ιφιγένεια χαμογέλασε.
«Είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτήν την ηλικία πράγματι. Το διάβασα πριν δέκα χρόνια.» Ο ξένος την κοίταξε αποσβολωμένος.
«Αποκλείεται!»
«Κι όμως!»
«Θα σε ρωτούσα πόσο είσαι, αλλά ξέρω πως είναι αγενής ερώτηση να κάνεις σε μια γυναίκα.»
«Είμαι 33, παντρεμένη και με παιδί!» τον αποτέλειωσε η Ιφιγένεια καθώς ο συρμός έμπαινε στην αποβάθρα. Ο αυξανόμενος θόρυβος την έκανε να υψώσει τη φωνή της στις τελευταίες λέξεις. Πλησίασαν στην πόρτα και της έκανε χώρο να περάσει.
«Απίστευτο μου φαίνεται! Πωω ρεζίλι! Κι εγώ που σκεφτόμουν να σου πω να βγούμε!» κατάφερε να πει αποκαρδιωμένος.
«Με κολακεύεις» απάντησε ευγενικά η Ιφιγένεια.
«Δεν πειράζει! Ήταν καλό μάθημα για τον Ντεμίαν! Με τι ασχολείσαι;» Για πρώτη φορά, η ερώτηση που έκανε το κεφάλι της να κουδουνίζει όταν την άκουγε να βγαίνει από τα χείλη του περίγυρού της, της φάνηκε σαν απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον.
«Αυτόν τον καιρό είμαι απλώς μαμά. Πριν δούλευα ως βιβλιοθηκάριος» έσπευσε να συμπληρώσει.
«Ω!! Κι ήσουν περιστοιχισμένη από βιβλία; Τι ευτυχία!» σχολίασε εκστασιασμένος.
Της άρεσε η ανεμελιά του. Της είχε λείψει να μπορεί να ασχολείται με απλά επιφανειακά πράγματα ή να φιλοσοφεί βαθιά κολυμπώντας στη θεωρία με τους ώμους ελαφρείς από ευθύνες. Όταν έχεις έναν άνθρωπο να εξαρτάται από εσένα 24 ώρες το 24ωρο, όλα αυτά σου μοιάζουν εξωπραγματικά. Ξεχνάς πώς ήταν η ζωή όταν κουβαλούσες μόνο το βάρος των κιλών σου και η βαρύτητα σε έλκυε περισσότερο όταν κουραζόσουν από δική σου επιλογή. Η Ιφιγένεια ένιωθε ελαφρύτερη απλά και μόνο επειδή δεν κρατούσε το παιδί στην αγκαλιά της και πιο ήρεμη επειδή δε χρειαζόταν να το φροντίσει. Μα ήταν στ’ αλήθεια ήρεμη; Ο νους της πήγε πάλι στον γιο της και στο τι να έκανε αυτή τη στιγμή.
«Θα πρέπει να σου λείπει». Ο άγνωστος την επανάφερε απότομα στην πραγματικότητα. Προς στιγμήν τρόμαξε. Σύνελθε Ιφιγένεια! Για τη δουλειά μιλάει ο άνθρωπος! σκέφτηκε.
«Δεν έχω παράπονο. Τουλάχιστον πού και πού ξεκλέβω χρόνο για να διαβάσω.»
«Κρίμα πάντως…»
«Κρίμα για ποιο πράγμα;»
«Για το timing της συνάντησής μας. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή να ήταν διαφορετικά.»
«Ίσως…» αποκρίθηκε η Ιφιγένεια. Σ’ ένα κατάμεστο μετρό, προσπαθούσαν να κρατήσουν σταθερή την απόσταση που τους χώριζε, στο βαγόνι και στη ζωή.
«Τι να κάνουμε… ‘Ο πόνος είναι απαραίτητος για την ωρίμανση’ λέει ο Ντέμιαν! Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, ανεξαρτήτως! Εδώ κατεβαίνω» της είπε τείνοντας το χέρι του για χειραψία.
«Κι εγώ χάρηκα! Να είσαι καλά!» ευχήθηκε η Ιφιγένεια.
«Και μην ξεχνάς! ‘Ο κόσμος θέλει να σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι αυτό που δεν είσαι.’ Αντίο!» της φώναξε.
Η πόρτα έκλεισε ανάμεσά τους κι εκείνος στάθηκε να δει το μετρό να φεύγει με το βιβλίο αγκαλιά. Το βλέμμα της Ιφιγένειας έπεσε στον Ντέμιαν. Αν χρειάζεσαι κάτι απεγνωσμένα και το βρεις, αυτό δεν είναι τυχαίο– η ίδια σου η λαχτάρα και ο παρορμητισμός σε οδηγούν σε αυτό. Απήγγειλε από μέσα της. Ένα αθώο φλερτ. Μια μικρή ένεση αυτοπεποίθησης. Μια υπενθύμιση του ποια ήταν. Αυτός ο άγνωστος της είχε προσφέρει σε μια στιγμή ακριβώς όσα χρειαζόταν. Χωρίς ονόματα, χωρίς καμία δέσμευση ή δόλο, μακριά από το περιβάλλον της, έξω από στερεότυπα, σ’ έναν κόσμο όπου μπορούσε να υπάρξει ακριβώς όπως ήταν. Μια γυναίκα τριάντα τριών ετών με τη ζωή ακόμα μπροστά της.