Η αιχμηρή λεπίδα κρέμεται διαρκώς
σε απόσταση αναπνοής από τη βάση του λαιμού σου.
Εσύ σκυφτή κι ανήμπορη ν’ αντιδράσεις,
αγκιστρωμένη από τον εφιάλτη.
Ο φόβος δυνάστης σε παραδίδει
στον τρόμο του επερχόμενου.
Μια απειλή που γεννάται
σαν παραμορφωμένο έκτρωμα
και φιλοδοξεί να ενηλικιωθεί μέσα σου.
Θα υλοποιηθεί;
Θα παραμείνει στα λόγια;
Πόσα “αν” και “μήπως” σε κράτησαν ξύπνιο
και σε παρακολουθούσαν να δακρύζεις αθόρυβα;
Πόσα νόθα “πρέπει” υιοθέτησες
για να προστατευτείς;
Όσα σου ανήκαν στ’ αλήθεια
κρύφτηκαν στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής σου
για να μη μαγαριστούν.
Μα ο καιρός πέρασε.
Τα λησμόνησες.
Η λεπίδα δεν έφυγε από πάνω σου
κι ας μην έπεσε ποτέ.
Η μήπως έπεσε;
Είσαι ζωντανή;
Ή παραδόθηκες στον αόρατο θάνατο
που σε σκότωνε ξανά και ξανά,
βασανιστικά κι αδυσώπητα;
Κοιτάς γύρω σου.
Κοιτάς μέσα σου.
Δε γνωρίζεις πια τι είναι δικό σου
και τι επίκτητο.
Τι πιο βίαιο από τη φυλακή της ψυχής;
Τα χρόνια που πέρασες σκυφτή
βάρυναν τους ώμους σου.
Δεν ορθώνουν ανάστημα,
όσο κι αν ο θυμός σιγοβράζει μέσα σου
σαν την ύστατη προσπάθεια του καταρρακωμένου σου εαυτού
ν’ απελευθερωθεί από τα δεινά του.
Δεν υπάρχει πια λεπίδα.
Το φάντασμά της αιωρείται μονάχα
από πάνω σου.
Κι εσύ μεγάλωσες πια.
Ήρθε ο καιρός να πάψεις να πιστεύεις στα φαντάσματα.
Το ορατά αόρατο που καταπιεζόταν μέσα σου
ήρθε η ώρα να σου διδάξει
πώς τα αόρατα του ορατού
δεν μπορούν να σε αγγίξουν
παρά μόνο αν εσύ πια το θελήσεις.
Άνοιξε το θησαυροφυλάκιο της ψυχής σου.
Ο θάνατος, είτε ορατός είτε αόρατος,
με μια ανάσταση νικάται.