Κάποτε
άρχισα να μετρώ τους γύρω μου.
Οι πιο πολλοί,
φαντάσματα των επιθυμιών μου.
Οι λίγοι που άγγιξα,
οι μετρημένοι στα δάχτυλα,
με ξύπνησαν.
Με μάτια ορθάνοιχτα,
έδωσα τη ζυγαριά στην καρδιά.
“Φτάνει ο οίκτος”
της είπα.
“Δες πώς σβήνει η δίψα σου
στο αμοιβαίο.
Η προσμονή είναι ψέμα.
Κι εσύ
μεγάλωσες πια
για να πιστεύεις σε φαντάσματα.”