Και τι κατάλαβες που έβαλες λέξεις σε αυτά που δεν εκφράζονται;
Τα έζησες ή χάθηκες στην προσπάθεια να βρεις τις κατάλληλες;
Έζησες τη μαγεία του λόγου, λες.
Εκείνη που σου ανοίγει το δρόμο προς το βαθύ, το ουσιώδες,
το ανείπωτο μέσα από μια κλειδαρότρυπα της καρδιάς.
Την άγγιξες κι ηλεκτρίστηκες ηδονισμένος.
Μα λίγο κρατά η ηδονή σου.
“Καλύτερα ο λόγος παρά ο άνθρωπος”, λες.
“Ο πρώτος εξαγνίζει, ο δεύτερος πληγώνει”.
“Ποιος ζει;” θα σε ρωτήσω.
“Εκείνος που βρίσκει καταφύγιο και επιζεί πνιγμένος στο μαύρο πέπλο της ελπίδας
ή εκείνος που ορθώνεται μπρος στη θάλασσα,
γεύεται την αλμύρα της ως τα μύχια της ψυχής του
και γυρνά στη βάση του μισοθανής μα ευεργετημένος;”.
Η επαφή.
Με τον κόσμο, τους γύρω σου, το μέσα σου.
Αυτή είναι η θάλασσα της ζωής.
Κι ο λόγος, ένα χρυσόκτιστο κουπί στο χέρι σου.
Σε τι χρησιμεύει ένα κουπί, αν όχι σε ταξίδι;
Διακοσμητικό θα μείνει να εξυμνεί το ιδανικό
όσων δεν τόλμησες να ζήσεις.