Έχω ένα όνειρο κρυμμένο. Μόλις ο κίνδυνος περάσει, σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω τον ουρανό. Κάπου εκεί το έχω φυλάξει. Ανάμεσα στ’ αστέρια. Η καρδιά μου είναι τόσο γεμάτη από φόβο που αδυνατεί να το θρέψει. Άλλωστε, είναι επικίνδυνο να το έχω κοντά μου. Μπορεί να το καταλάβουν. Το ένστικτο μού λέει ότι είναι προτιμότερο να επιβιώσω. Η καρδιά μου κλαίει με δάκρυα που δε στάζουν στα μάτια που δε μου κάλυψαν. Δε θα προδοθώ.
Ακούω τη βροχή και φαντάζομαι πως είναι οι πέτρες που ρίχνουν για να με σκεπάσουν. Τρέμω. Βλέπω το σώμα μου να κείτεται νεκρό και ματωμένο στα πόδια τους. Άλλο ένα αντικείμενο άχρηστο που πετάχτηκε στα σκουπίδια. Αυτό είμαι. Πώς μπορεί ένα σκουπίδι να έχει όνειρα; Δεν αρμόζει.
Κι όμως έχω ένα όνειρο. Δεν απαιτεί πολλά. Λίγες σταγόνες χρώμα στον τοίχο. Δυο πλήκτρα και τέσσερις νότες. Λίγο φως στο δέρμα.
Τι ήταν αυτό; Τρέχω, τρομαγμένη πάλι, να κρυφτώ. Παρασύρθηκα. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα χέρια μου στο στήθος μου. Νιώθω την κάννη του όπλου τους ν’ αγγίζει τον κρόταφό μου. Παρακαλώ να πεθάνω πριν μ’ αγγίξουν. Πριν η βαριά, ανυποχώρητη ανάσα τους σκίσει το κορμί μου. Όλα σκοτεινιάζουν. Μέσα στο μαύρο μένω γονατισμένη, πληγωμένη, αδύναμη.
Δεν αξίζω να έχω όνειρα. Σπόροι είναι που φυτρώνουν σε γόνιμο έδαφος. Εγώ είμαι ένας σωρός αποκαΐδια. Τι έχει μείνει για να σώσω;
Το λυπάμαι τ’ όνειρό μου. Δε θέλω να καταντήσει σαν κι εμένα. Είναι το μόνο που μπόρεσα να κρατήσω αγνό. Ας το φυλάξουν καλύτερα τ’ αστέρια. Πονάω.
Έρχονται πάλι.
Αντίο όνειρό μου.
Αντίο.