Μια νεαρή κάμπια περπατούσε ανέμελη σε έναν ανθισμένο κήπο. Έτρωγε και λιαζόταν χωρίς να σκοτίζεται για τίποτα. Λίγο πιο πέρα, πάνω σε ένα όμορφο τριαντάφυλλο καθόταν μία μέλισσα. Μάζευε με επιμέλεια τη γύρη και εργατική όπως ήταν είδε την κάμπια και απόρησε με την ανεμελιά της. «Καλημέρα» της είπε δειλά.«Καλημέρα!» απάντησε η κάμπια μασουλώντας ένα...
Κάθισα αντίκρυ σου και χάθηκα στα γαλαζοπράσινα νερά σου, αύρα σου ο κάλος μου λογισμός που με παίρνει μακριά. Θάλασσα γαλάζια μάνα μου σ’ όποια αν βρέθηκα στεριά νιώθω μόνο στην αγκάλη σου μια εγκλωβισμένη ελευθεριά. Θύελλες πια δε με φοβίζουνε ξέρω το τιμόνι να κρατάω. Λεύτερος γίνεται μονάχα αυτός που δε νιώθει σκλαβιά.
Κάτω στους πρόποδες ενός ψηλού βουνούεκάλπαζε ένας ίππος θαρραλέα.Ζούσε μονάχος σ’ ένα στάβλο του αγρούκαι απολάμβανε ημέρα την ημέρα.Από πεδιάδα σε πεδιάδα τράβαγεμε υπερηφάνεια κάποιον μήπως συναντήσει.Βλέπετε έψαχνε να βρει ο λογικόςμέσα στα άλογα κάποιον να νουθετήσει.Σε μια φάρμα εκεί, μακριά στην εξοχήβλέπει ένα χοίρο που έτρωγε και έπινε.Είχε στη ζωή, αξία το φαΐκι έτσι...