Ήρθαν πάλι Χριστούγεννα! Όλοι ετοιμάζονται πυρετωδώς για το μεγάλο τραπέζι, την ανταλλαγή των δώρων, τα αμέτρητα γλυκά και τη ζεστή ατμόσφαιρα που πλημμυρίζει τα σπίτια. Όλοι εκτός από τον γέρο-Μάρτυ.
Ο γέρο-Μάρτυ ζούσε στο τέλος του δρόμου. Είχαν περάσει ήδη δέκα χρόνια απ’ όταν έχασε τη γυναίκα του. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι, απ’ αυτά που, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, επέμεναν να κρατιούνται χέρι – χέρι κατά την καθημερινή απογευματινή τους βόλτα. Με τη γυναίκα του αγαπούσαν πολύ τα Χριστούγεννα. Όταν εκείνη έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, ο γερο-Μάρτυ δε σταμάτησε να τα γιορτάζει. Κάθε χρόνο στόλιζε ένα μικρό δεντράκι, φούρνιζε με επιμέλεια παραδοσιακά γλυκά κι ευχόταν “χρόνια πολλά” σ’ όποιον συναντούσε στο δρόμο, χωρίς ν’ αφήνει να φαίνεται ίχνος από το προσωπικό του πένθος.
Την επόμενη κιόλας χρονιά από τον θάνατο της γυναίκας του, αποφάσισε να μετατρέψει την αποθήκη στο πίσω μέρος του σπιτιού σε εργαστήρι. Από τότε, μόλις μπει ο Δεκέμβρης, σαν άλλος Άη Βασίλης, στρώνεται στη δουλειά. Φτιάχνει μικρά χειροποίητα στολίδια και κάθε παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που όλοι απολαμβάνουν το σπιτικό δείπνο γύρω από το φορτωμένο με φαγητά τραπέζι, εκείνος βγαίνει ντυμένος επίσημα και τα κρεμά στο χερούλι της εξώπορτας κάθε σπιτιού.
Όλοι συμπαθούν τον γέρο-Μάρτυ, ακόμα κι αν κανείς δεν τον έχει δει ποτέ να χαρίζει τα μυστικά του δώρα. “Αυτός ο άνθρωπος έχει μέσα του το πνεύμα των Χριστουγέννων” λένε μεταξύ τους. Κάθε χρόνο, όμως, ο γέρο-Μάρτυ περνά μόνος τις γιορτινές μέρες. Κανείς δεν τον προσκαλεί. Όλοι νομίζουν ότι κάπου αλλού θα έχει να πάει. Μόνη συντροφιά του είναι το φάντασμα των Χριστουγέννων. Συνεπές στο ραντεβού του, κάθε 25η Δεκεμβρίου, φωλιάζει στην καρδιά του γέρο-Μάρτυ.
“Ήρθες πάλι; Δε χρειαζόταν”.
“Ξέρεις καλά πως δε σε αφήνω”.
“Πόσο όμορφα θα ήταν αν μια χρονιά έλειπες!”.
“Μη γίνεσαι αχάριστος! Είμαι το μόνο που έχεις!”.
Ο γέρο-Μάρτυ κούνησε συγκρατημένα το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πήγε στο παράθυρο. Η οικογένεια στο απέναντι σπίτι αντάλλασσε δώρα. Χαμόγελα φώτιζαν τα πρόσωπά τους και φωνές χαράς ακούγονταν μέσα από τα παράθυρα.
“Κοίτα τους! Είναι τόσο χαρούμενοι!”
“Μπα! Μην τους πιστεύεις! Για το φαίνεσθαι το κάνουν. Αύριο πάλι θ’ αρχίσουν τους τσακωμούς” είπε αδιάφορα το φάντασμα.
“Κι όμως! Γεμίζει η ψυχή τους με φως!” ψιθύρισε ο γερο – Μάρτυ μη χορταίνοντας να τους κοιτάζει.
“Γεμίζει η ψυχή τους με φως και φως και φως! Αυτός ο άχρηστος τα κάνει όλα να φαίνονται ιδανικά!” απάντησε θυμωμένα το φάντασμα.
“Ποιος;” απόρησε ο γέρο-Μάρτυ.
“Ο αδερφός μου. Το πνεύμα των Χριστουγέννων. Αυτός που σε κάνει να μοιράζεις δώρα παντού και μετά έρχομαι εγώ να μαζεύω τα κομμάτια σου. Παντού έτσι κάνει. Είναι τόσο άδικος, αλλά κανείς δεν το βλέπει. Ξέρετε όλοι μόνο να τον εκθειάζετε”.
“Μα..”. Ο γέρο-Μάρτυ προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Δίσταζε να πιστέψει εκείνα τα λόγια. Το φάντασμα κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα για αποδείξεις.
“Κοίταξε εκεί!” του είπε κι έδειξε έναν ζητιάνο που καθόταν σχεδόν ακίνητος στο πεζοδρόμιο.
“Ποιος είναι αυτός; Δεν τον έχω ξαναδεί στη γειτονιά” αποκρίθηκε ο γέρο – Μάρτυ.
“Δεν έχει σημασία. Είναι δικός μου. Το πνεύμα των Χριστουγέννων τον έχει ξεχάσει. Όπως έκανε και με σένα. Λατρεύει τις οικογένειες, τα φωτάκια, τα στολίδια και όλα τα γιορτινά. Σε ανθρώπους σαν εκείνον και σαν εσένα μόνο εγώ κάνω συντροφιά. Τι έχεις να πεις τώρα; Ακόμα νοσταλγείς το πνεύμα των Χριστουγέννων;” είπε μ’ ένα θιγμένο χαμόγελο.
Ο γέρο-Μάρτυ επέστρεψε στην πολυθρόνα του αποκαρδιωμένος. Ήταν αλήθεια αυτά που έλεγε το φάντασμα. Τα είχε δει με τα μάτια του. Κάτι μέσα του, όμως, αρνούνταν να τα δεχτεί. Τότε θυμήθηκε την πρώτη χρονιά που έκανε Χριστούγεννα χωρίς τη γυναίκα του. Ένιωθε τόση μοναξιά. Δεν είχε κουράγιο να γιορτάσει. Οι χριστουγεννιάτικες ετοιμασίες σχεδόν τον πονούσαν. Ήταν τότε που γνώρισε το φάντασμα των Χριστουγέννων για πρώτη φορά. Η μοναξιά του το είχε καλέσει. Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον πόνο του, ξεκίνησε να φτιάχνει τα στολίδια. Πίστευε πως αν μοίραζε λίγη χαρά, θα έδιωχνε το στοιχειό μέσα από την καρδιά του. Όμως να που το φάντασμα ήταν τώρα εδώ και διέλυε κάθε όμορφη εικόνα που είχε για την αγαπημένη του γιορτή. Ο γέρο – Μάρτυ πείσμωσε. Σηκώθηκε, έβαλε το παλτό του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
“Που πας;” ρώτησε παραξενεμένο το φάντασμα.
Χωρίς να του απαντήσει, πήρε ένα από τα στολίδια του και βγήκε από το σπίτι. Σε λίγο βρισκόταν δίπλα στον ζητιάνο.
“Καλά Χριστούγεννα!” ευχήθηκε ο γέρο – Μάρτυ τείνοντας προς το μέρος του ζητιάνου το χέρι που κρατούσε το στολίδι. Ο ζητιάνος σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε με απορία κι ευγνωμοσύνη.
“Ευχαριστώ!” είπε χαμογελώντας δειλά. Περιεργάστηκε το στολίδι με προσοχή, λες και του είχαν χαρίσει χρυσάφι.
“Με λένε Μάρτυ. Μένω εδώ δίπλα” συστήθηκε.
“Εγώ είμαι ο Μπιλ. Δεν έχω σπίτι” είπε ο ζητιάνος και κατέβασε το κεφάλι.
Ο γέρο-Μάρτυ τον κοίταξε λίγο πιο προσεκτικά. Αν και ταλαιπωρημένος, δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία. Δεν είχε ίχνος από γένια στο πρόσωπό του. Φορούσε κουκούλα που έκρυβε τα μαλλιά του κι ήταν αδύνατος και αδύναμος. Ο γέρο-Μάρτυ έκατσε δίπλα του στο σκαλάκι.
“Τι συνέβη;”.
Ο Μπιλ τον κοίταξε έκπληκτος. Μήνες είχε να ενδιαφερθεί κάποιος για εκείνον.
“Ο πατέρας μου” είπε διστακτικά. “Από όταν πέθανε η μητέρα μου, έγινε άλλος άνθρωπος. Έπινε, έβριζε, με χτυπούσε. Έτσι έφυγα από το σπίτι”.
“Πόσον καιρό είσαι στους δρόμους;”.
“Έναν χρόνο, κύριε. Χριστούγεννα ήταν όταν έφυγα”.
“Αυτό κι αν είναι σημάδι!” σκέφτηκε ο γέρο-Μάρτυ. Τότε του ήρθε η ιδέα. Θα αποδείκνυε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν έχει προτιμήσεις. Εμείς το προσκαλούμε, εμείς το διώχνουμε. Πρότεινε στον Μπιλ να του κάνει το τραπέζι και να περάσουν μαζί το υπόλοιπο της γιορτινής ημέρας. Τα μάτια του Μπιλ άστραψαν! Δέχτηκε το χριστουγεννιάτικο δώρο με ευγνωμοσύνη. Ο γέρο-Μάρτυ αναγνώρισε αυτή τη λάμψη. Κοίταξε πέρα και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Το φάντασμα των Χριστουγέννων είχε φύγει.
Ο Μπιλ και ο γέρο-Μάρτυ πέρασαν μαζί τις γιορτές. Το χαμόγελο είχε γεννηθεί ξανά στις καρδιές τους. Ο Μπιλ έγινε για τον γέρο – Μάρτυ ο γιος που δεν είχε και ο γέρο – Μάρτυ αγάπησε τον Μπιλ περισσότερο κι από τον πραγματικό του πατέρα. Την επόμενη χρονιά, με τη βοήθεια του Μπιλ, ο γέρο – Μάρτυ άνοιξε ένα μαγαζί, όπου εκείνος και ο “γιός” του κατασκεύαζαν χειροποίητα στολίδια. Στην πόρτα του μαγαζιού, κρεμόταν εκείνο το πρώτο στολίδι που ο Μπιλ είχε δεχτεί από τα ευγενικά χέρια του θετού του πατέρα, εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ. Το πνεύμα των Χριστουγέννων (που τελικά κουβαλάμε μέσα μας) είχε φτιάξει ακόμη μια ευτυχισμένη οικογένεια.