«Κοίτα! Το μπαλόνι καρδιά! Φεύγει μακριά! Πάει ψηλά!» είπε γεμάτη ενθουσιασμό, λες και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το γκράφιτι στον τοίχο. Η μητέρα της χαμογέλασε.«Έλα πάμε σπίτι!»
Η μικρή έτρεξε και μπήκε στην αυλή από την πόρτα που βρισκόταν δίπλα στον τοίχο του γκράφιτι. Συνέχισε ανενόχλητη το παιχνίδι της στο σπίτι, δίπλα στο στολισμένο έλατο των Χριστουγέννων που πλησίαζαν. Είχε ήδη ξεχάσει τη μεγάλη της διαπίστωση. «Η καρδιά πάει μακριά και πετά ψηλά σαν ένα μπαλόνι γεμάτο ήλιον». Η μητέρα της, όμως, είχε κρατήσει αυτό το μικρό διαμαντάκι που βγήκε από την καρδιά της κόρης της. Μάλιστα αποφάσισε να το αποτυπώσει με λέξεις για να μη σβηστεί ποτέ από το ανάλγητο χέρι του χρόνου. Έγραψε, λοιπόν, για «Το κορίτσι με την καρδιά από ήλιο».
«Ήταν ένα μικρό κορίτσι που αγαπούσε πολύ τα μπαλόνια. Λάτρευε το πώς φουσκώνουν όταν φυσάς τον αέρα μέσα τους. Δεν της άρεσε να τα δένει. Τα ήθελε ελεύθερα για να απολαμβάνει τον αστείο ήχο και το πέταγμα τους, όταν ο αέρας απελευθερωνόταν από τα μικρά χεράκια της, καθώς τα άφηνε να φύγουν. Γελούσε τόσο πολύ κάθε φορά!
Αγαπημένο της χρώμα ήταν το κόκκινο. Πάντα διάλεγε τα κόκκινα μπαλόνια πρώτα και μετά όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Τα μπαλόνια με ήλιον είχαν ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Αυτά πετούσαν μόνα τους!
«Μα πώς πετάνε αφού δεν έχουν φτερά;» είχε ρωτήσει κάποια μέρα τη μαμά της όλο αφέλεια.
«Έχουν μέσα ένα αέριο που τα κάνει και πάνε ψηλά.»
«Πώς το λένε;»
«Ήλιον.»
«Α! Σαν τον ήλιο δηλαδή. Μόνο που αυτό δε φωτίζει. Μπορεί και να φωτίζει δηλαδή, αλλά πού να το δούμε εμείς εκεί μέσα!»
Σταμάτησε για λίγο, μα της φαινόταν τόσο ενδιαφέρον το θέμα που ήθελε να μάθει κι άλλα.
«Δηλαδή το μπαλόνι μου που έχει σχήμα καρδιά και πετάει, έχει μέσα ήλιο;»
«Ακριβώς.»
«Άρα όταν λέω ότι έχω μια καρδιά από ήλιο, οι άλλοι δε θα ξέρουν ότι εγώ λέω για το μπαλόνι και θα νομίζουν ότι έχω μια φωτεινή καρδιά! Ή αν το καταλάβουν θα νομίζουν ότι έχω μια καρδιά που πετάει!»
«Και τι θα τους λες άμα σε ρωτάνε πού τη βρήκες;»
«Θα τους λέω ότι μου την έδωσες εσύ όταν γεννήθηκα, για να μη φοβάμαι το σκοτάδι και να πηγαίνω όπου θέλω χωρίς να κουνηθώ καθόλου!»
«Αυτό είναι πολύ ωραίο, αγάπη μου! Πράγματι αν η καρδιά μας έχει μέσα ευχάριστα πράγματα, καλοσύνη και αγάπη είναι φωτεινή. Αυτό το φως μας βοηθάει να μη φοβόμαστε, γιατί μας δίνει δύναμη να ξεπερνάμε κάθε εμπόδιο, ανεβαίνοντας πάνω από αυτό όπως το μπαλόνι σου. Μα κι όταν αγαπάμε έναν άνθρωπο, όσο μακριά κι αν είναι, δεν τον νιώθουμε κοντά μας σαν να ήταν εδώ; Τα μακρύτερα ταξίδια μπορούμε να τα κάνουμε με την καρδιά.»
«Πόσο ψηλά μπορεί να πάει το μπαλόνι μου, μαμά, αν το αφήσω;»
«Πολύ ψηλά! Τόσο που ούτε που θα το βλέπεις πια.»
«Μπορεί να φτάσει κι ως τα αστέρια;»
«Φυσικά και μπορεί!»
«Τότε όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω σαν το μπαλόνι μου!»
«Θέλεις να φτάσεις τ ’αστέρια;»
«Ναι! Για να βλέπω από ψηλά όπως κι εκείνα! Θα έχουν ωραία θέα από εκεί πάνω!»
«Σίγουρα θα έχουν, αγάπη μου!»
«Θα με αφήσεις να πάω τόσο ψηλά, μαμά;»
«Θα σε αφήσω, καρδιά μου!»
«Κι ας μη με βλέπεις;»
«Δεν είπαμε ότι με την καρδιά νιώθουμε κοντά μας αυτούς που αγαπάμε, όσο μακριά κι αν είναι;»
«Εντάξει! Τότε κράτα αυτό το μπαλόνι καρδιά για να με νιώθεις πάντα κοντά σου!»
«Εντάξει, καρδιά μου! Σ’ ευχαριστώ!»
«Σ ’αγαπώ μαμά!»
«Κι εγώ σ ’αγαπώ, καρδιά μου!»
Μόλις τελείωσε την ιστορία, φώναξε τη μικρή της, την πήρε αγκαλιά πλάι στο δεντράκι που φώτιζε περήφανο και της τη διάβασε. Το κοριτσάκι άκουγε με προσοχή.
«Κρίμα…» αναστέναξε μόλις τελείωσε η ιστορία.
«Δε σου άρεσε η ιστορία;»
«Μου άρεσε μαμά! Όμως εμείς δεν έχουμε μπαλόνι καρδιά…»
«Έχουμε όμως αστέρι!» της είπε δείχνοντας το χρυσό αστέρι στην κορυφή του δέντρου.
Η μικρή το κοίταξε με την έκπληξη να ζωγραφίζεται στα αθώα παιδικά ματάκια της.
«Είμαστε στ’ αστέρια!»
«Ναι, αγάπη μου! Όσο έχουμε ήλιο στην καρδιά μας, πάντα θα βρίσκεται ένα αστέρι να μας φωτίζει!»
«Μα αυτό είναι το αστέρι των Χριστουγέννων!»
«Ακριβώς! Το αστέρι των Χριστουγέννων μας θυμίζει πως το φως πάντα μας οδηγεί να κάνουμε όμορφα πράγματα στη ζωή μας, αρκεί εμείς να έχουμε στην καρδιά μας αγάπη για όλον τον κόσμο.»
«Εγώ, μαμά, έχω αγάπη στην καρδιά μου για όλον τον κόσμο!»
«Το ξέρω, αστέρι μου!»