Τρεις ζωές και μια φιλία

Πάνω από το πληκτρολόγιο, δυο μάτια κενά κοιτούν την οθόνη. Ένα χέρι κολλημένο στο mouse επιδίδεται σε ατελείωτο scrolling χωρίς κανένα νόημα. Το ζητούμενο είναι να περάσει η ώρα μέχρι την επόμενη υποχρέωση και στο μεσοδιάστημα το μυαλό να μπορέσει να αδειάσει. Το απόγευμα έχει μάθημα. Το μεταπτυχιακό ήταν τολμηρή απόφαση και τη δυσκόλευε σε συνδυασμό με τη δουλειά και το παιδί. Ευτυχώς που είχε τη βοήθεια της μητέρας της, γιατί από τον Φίλιππο δεν περίμενε και πολλά. Τη διατροφή με το ζόρι την έδινε κάθε μήνα και μετά παραπονιόταν ότι αν έπαιρνε το παιδί περισσότερες μέρες, δε θα χρειαζόταν να τα δίνει σ’ εκείνη. Η Ιόλη είχε αφήσει τον δικηγόρο της να διαχειρίζεται την κατάσταση. Με τον Φίλιππο ήταν εντελώς τυπική και απέφευγε τις πολλές συζητήσεις για χάρη του παιδιού. Σιχαινόταν τους γονείς που βρίζονταν μπροστά στα αθώα μάτια των παιδιών τους κι ύστερα έβαζαν λόγια ο ένας για τον άλλον στα ανυποψίαστα μυαλουδάκια τους. Όταν βγήκε το διαζύγιο, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι ο Άρης θα μεγάλωνε διαφορετικά κι όποιες διαφωνίες προέκυπταν με τον Φίλιππο θα λύνονταν μακριά από το παιδί.

Δεν ήταν εύκολο να είναι μονογονέας. Η υπερκόπωση είχε γίνει μόνιμος σύντροφος. Ο Άρης ήταν ένα παιδί σχετικά ήσυχο και συνεργάσιμο. Ο χωρισμός των γονιών του τον είχε ωριμάσει απότομα. Η Ιόλη κι ο Φίλιππος συμφώνησαν να βρουν μια παιδοψυχολόγο να τον παρακολουθεί, ειδικά εφόσον το διαζύγιο τον βρήκε στο κατώφλι της εφηβείας. Έχοντας από την αρχή την υποστήριξη ενός ειδικού, η Ιόλη είχε κάπως ανακουφιστεί. Τα υπόλοιπα τα τακτοποίησε με επιμέλεια. Τις βάρδιες στη δουλειά για να ταιριάζουν με το πρόγραμμα του παιδιού, τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, τις επισκέψεις στον πατέρα του. Έχτισε μια νέα ρουτίνα για τους δυο τους και ήλπιζε πως το νέο τους σπιτικό θα έδινε στον Άρη την ασφάλεια που έχασε όταν είδε τους γονείς του να παίρνουν διαφορετικό δρόμο στη ζωή.

Μετά τη μετακόμιση, ο Άρης δε δυσκολεύτηκε να κάνει φίλους στο σχολείο. Έπεσε σε δασκάλα ευγενική και σε τμήμα όπου τα παιδιά λειτουργούσαν σαν μια ομάδα. Η Ιόλη ευλογούσε την τύχη της. Τον έβλεπε να γυρνά χαμογελαστός κάθε μεσημέρι, έχοντας παρέα πότε τον έναν φίλο πότε τον άλλο και αγαλλίαζε η ψυχή της. Η δημοφιλία του Άρη τραβούσε τους προβολείς μακριά από τη δική της μοναξιά. Η Ιόλη δεν είχε φίλους. Με τον Φίλιππο είχαν κοινές παρέες, κυρίως ζευγάρια, τα οποία, μόλις χώρισαν, απομακρύνθηκαν λες και τους ανακοίνωσαν ότι πάσχουν από κάποια μεταδοτική ασθένεια. Η Ιόλη δεν τους κρατούσε κακία. Ποιος θέλει να ταράξει την οικογενειακή του γαλήνη για χάρη των προβλημάτων ενός άλλου; Οι φίλοι απαντούσε στον εαυτό της πικραμένη.

Με το διαδίκτυο ως μόνο σύντροφο, έμπαινε σε λέσχες ανάγνωσης, σε ομάδες φίλων των ταξιδιών, σε χιουμοριστικές κοινότητες. Είχε συνομιλήσει με διάφορους ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, αλλά πάντα επιφανειακά. Ώσπου – από το πουθενά – μπήκαν στη ζωή της η Άννα κι ο Γαβρίλος. Στην αρχή, σχολίαζαν κάτω από τις ίδιες αναρτήσεις και απαντούσαν ο ένας στον άλλον. Ύστερα, έφτιαξαν μια ομάδα και αντάλλασσαν μηνύματα. Η Άννα ζούσε στην Κέρκυρα κι ήταν παντρεμένη με δυο κόρες. Ο Γαβρίλος, επίσης παντρεμένος, με έναν γιο στην ηλικία του Άρη, έμενε μόνιμα στο Λουτράκι. Η ασφάλεια της απόστασης βοήθησε την Ιόλη ν’ ανοιχτεί πιο σύντομα απ’ ότι περίμενε. Οι δυο αυτοί άνθρωποι την άκουγαν με προσοχή και την κατανοούσαν. Δεν παρεξηγούσαν καταστάσεις, δεν έκριναν, δε ζητούσαν τίποτα από εκείνη. Μοιράζονταν κι εκείνοι τα δικά τους, τις ανησυχίες για τα παιδιά τους, τα προβλήματα με τη δουλειά, κοινά ενδιαφέροντα και αστεία. Το χιούμορ ήταν αυτό που τους είχε ενώσει από την αρχή. Αυτή η αίσθηση ότι αστειεύονταν στο ίδιο μήκος κύματος, γνωρίζοντας παράλληλα πώς να σέβονται ο ένας τα όρια του άλλου, έκανε την Ιόλη να πιστέψει πως είχε βρει ανθρώπους με τους οποίους μπορούσε να συνεννοηθεί.

Η διαδικτυακή παρέα κράτησε για μήνες. Είχαν πια μάθει ο ένας για την καθημερινότητα του άλλου, είχαν συστήσει θεωρητικά τις οικογένειές τους, είχαν ανταλλάξει ακόμα και δώρα γενεθλίων. Το μόνο που έμενε ήταν να βρεθούν από κοντά για έναν καφέ, όπως κάνουν οι κανονικοί φίλοι. Η Άννα κι ο Γαβρίλος προσπάθησαν να βρουν κενό στο πρόγραμμά τους και αποφάσισαν πως θα συναντιόνταν στην Αθήνα, για να διευκολύνουν την Ιόλη που δεν μπορούσε ν’ αφήσει το παιδί. Η κίνηση αυτή συγκίνησε την Ιόλη. Κανείς δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε τη δική της πλευρά. Πάντα περίμεναν από εκείνη να υποχωρήσει και να βρει τρόπο ν’ αλλάξει το πρόγραμμά της για χάρη τους.

ΓΑΒΡΙΛΟΣ: Βολεύει να βρεθούμε Ακρόπολη; Έχει ένα σούπερ παγωτατζίδικο κοντά.

ΑΝΝΑ: Μετρό να έχει και πάμε όπου θέλετε!

ΙΟΛΗ: Μέσα! Παγωτόοοο!!!

ΑΝΝΑ: Ελπίζω να φυσάει γιατί έχω λιώσει με τη ζέστη της πρωτεύουσας. Ξεσυνήθισα κει πάνω!

ΓΑΒΡΙΛΟΣ: Μην ανησυχείς! Θα σκάσω με νεροπίστολο να δροσιστούμε. Έχω ένα του Ιάσωνα στο αυτοκίνητο.

ΙΟΛΗ: Μην τολμήσεις!

ΓΑΒΡΙΛΟΣ: Γιατί ρε; Πλάκα θα ‘χει!

ΑΝΝΑ: Ιόλη καλού κακού βάλε μαύρη μπλούζα!

ΙΟΛΗ: Στο μυαλό μου είσαι!

ΓΑΒΡΙΛΟΣ: Χαχα! Τον φόβο μου να ‘χετε! Μην ανησυχείτε ρε, πλάκα κάνω!

Η συνάντησή τους έμοιαζε με αυτή παλαιών συμμαθητών που βρίσκονταν σε reunion. Άνθρωποι της ίδιας πάνω κάτω γενιάς που τους ένωνε η καλή διάθεση, η αγνή πρόθεση και η ανάγκη για γνήσια φιλία. Το μόνο που έλειπε ήταν η οικειότητα της εγγύτητας. Αυτή ήταν η πρώτη τους κοινή εμπειρία εκτός οθόνης και η αμηχανία δεν τους άφηνε να νιώσουν το ίδιο ελεύθεροι, όπως όταν τους χώριζε το ψυχρό γυαλί. Είχαν μοιραστεί τόσα κι όμως δεν είχαν ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου, πέρα από κάτι ηχητικά μηνύματα. Είχαν εξιστορήσει εμπειρίες του παρελθόντος τους, όμως δεν είχαν κοιταχτεί ποτέ στα μάτια.

Μόλις έσπασε λίγο ο πάγος, η Ιόλη βεβαιώθηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν έρθει στη ζωή της για να μείνουν. Κι ακόμα κι αν δεν έμεναν, ήταν ήδη ευτυχισμένη που τους είχε γνωρίσει. Της φαινόταν αδιανόητο το πώς η ζωή σου φέρνει κάποιες φορές στον δρόμο σου αυτό που χρειάζεσαι. Ύστερα αναλογίστηκε πως είχε παλέψει πολύ σκληρά για να μπορέσει να αξίζει τέτοιους ανθρώπους δίπλα της. Είχε υψώσει το ανάστημά της, είχε θέσει τα όριά της και είχε διώξει την τοξικότητα μια και καλή. Σε έναν τέτοιο αγώνα δε θα μπορούσε η επιβράβευση να είναι η μοναξιά. Οι άνθρωποι που σου ταιριάζουν ψυχικά έρχονται τελικά μόνο όταν είσαι έτοιμη να τους αναγνωρίσεις σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή κοιτάζοντας πότε τον έναν πότε τον άλλον.

Υποσχέθηκαν πως θα ξανασυναντιόνταν σύντομα και το έκαναν. Τα επόμενα Χριστούγεννα τα πέρασαν όλοι μαζί στο Λουτράκι και το Πάσχα στην Κέρκυρα. Οι οικογένειές τους γνωρίστηκαν, τα παιδιά τους έκαναν παρέα. Στον κύκλο του Γαβρίλου, η Ιόλη γνώρισε και τον Άγγελο, την πρώτη της σοβαρή σχέση μετά το διαζύγιο. Η Άννα τη στήριξε ψυχολογικά για να μπορέσει να κάνει τη μετάβαση και να φέρει την καινούρια ισορροπία στο σπίτι της. Σταδιακά και χωρίς βιασύνη, ο Άρης συμπάθησε τον Άγγελο που μοιραζόταν την ίδια αγάπη για το ποδόσφαιρο μ’ εκείνον κι η Ιόλη τελείωσε το μεταπτυχιακό με τη συνεχή ενθάρρυνση της Άννας και του Γαβρίλου.

Η Ιόλη δεν κάθεται πια πίσω από μια οθόνη σκρολάροντας χωρίς αύριο. Τα βλέμμα της πέφτει στη φωτογραφία που βρίσκεται κορνιζαρισμένη δίπλα στον υπολογιστή της. Είναι τη μέρα της ορκωμοσίας της. Βρίσκεται στη μέση και χαμογελά διάπλατα κρατώντας το χαρτί στο χέρι. Δεξιά της ο Γαβρίλος παίρνει πόζα γκάνκστερ με μαύρα γυαλιά ηλίου κατεβασμένα στη μύτη και τα μάτια να πετούν σπίθες χαράς. Στ’ αριστερά της, η Άννα την αγκαλιάζει ζεστά και χαίρεται σαν να ήταν η ίδια που μόλις είχε αποφοιτήσει. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία, η Ιόλη μπορούσε ακόμα ν’ ακούσει τα γέλια που έκαναν εκείνη τη μέρα. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις, τρεις ζωές και μια φιλία.

Related Posts