Είμαστε ένας βαθιά τραυματισμένος λαός. Ένας λαός αιώνια έφηβος που κοιτά την ενηλικίωση από μακριά σαν άπιαστο όνειρό, ενώ περιμένει και προσδοκά έναν «σωτήρα», έναν «ηγέτη» που θα τον απαλλάξει από τα δεινά τα οποία ο ίδιος διαιωνίζει. Η χρόνια αιχμαλωσία πάγωσε όποια συνειδητοποίηση θα μπορούσε να έχει και τον ανάγκασε πότε να εφευρίσκει και πότε να υιοθετεί τρόπους για να ξεφεύγει. Ν’ αποφεύγει. Τα βάσανα αλλά και τις ευθύνες του.
Κράτησε σαν φυλαχτό σ’ ένα μπαούλο πολιτισμό και αρχαία κληρονομιά, μη και του τη μαγαρίσει ο εχθρός. Μα αν τον θησαυρό τον φυλάς κάπου αλλού κι όχι μέσα σου, γίνεσαι εσύ ο καταπατητής. Καταντάς ξένος στον ίδιο σου τον τόπο, αλλοιωμένος κι αποπροσανατολισμένος, ν’ αποζητάς την ελευθερία σου χωρίς να ξέρεις τι να την κάνεις.
Κι ήρθαν οι σωτήρες και τον απελευθέρωσαν από τον δυνάστη. Πανηγύρισε την επανάσταση κι ύστερα από λίγο άρχισε να σιχτιρίζει τη νέα κατάσταση γιατί τώρα πια ποιον θα έχει να κατηγορεί; Επανάσταση και ελευθερία χωρίς αλλαγή δεν γίνεται κι αυτός έμαθε τόσα χρόνια στη βολή του. Τα κουτσοκατάφερνε. Συνήθισε κι αφού τα φασόλια βγαίνανε, πότε έτσι πότε αλλιώς, έφτασε στο «δε βαριέσαι». Πώς το ευθυνόφοβο «δε βαριέσαι» να γίνει αποδοχή των λαθών και αναγνώριση των τραυμάτων;
Στα επόμενα χρόνια της απελευθέρωσης, φόρεσε το καπέλο του φιλότιμου κι άρχισε να περιφέρεται θεωρώντας εαυτόν ανώτερο. Καμία ενοχή δεν του ψιθύρισε στο αυτί πως φταίει για την ηγεσία του. Και το θύμα άρχισε να ποθεί να μετατραπεί σε θύτη. Η μεγαλομανία τού φούσκωνε τα μυαλά με την ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας. Ο κληρονόμος που αποποιείται την κληρονομιά του κι ύστερα ανακαλύπτει την αξία της μέσα από τα μάτια των θησαυροθήρων, είναι καταδικασμένος να μεγαλοπιάνεται, να σφετερίζεται και στο τέλος να ξεπουλά όσο όσο.
Είμαστε ένας λαός που δεν ξέρει πώς να αναγνωρίζει τους άξιους. Δεν έμαθε στα χρόνια της σκλαβιάς του. Δεν αποποιήθηκε ποτέ τον εγωισμό του για να εκτιμήσει. Μια ζωή στελέχωνε τα πάντα με μέσον και ρουσφέτι. Κι έτσι τα καλύτερα μυαλά του άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα και να αξιοποιούνται εκτός. Κι εκείνος έμεινε να κατηγορεί την εκάστοτε εξουσία που ο ίδιος ελεύθερα δήθεν επέλεγε μέσα από τις παρωπίδες που ποτέ δεν έβγαλε. Πώς να αναγνωρίσεις τον άξιο αν δεν παραδεχτείς τη δική σου αναξιότητα; Πώς να εκδιώξεις τον ανάξιο αν δέχεσαι να εξυπηρετεί το συμφέρον σου;
Κι έφτασε σήμερα, 200 χρόνια μετά, να μεταθέτει το φταίξιμο από την εξουσία στον συμπολίτη. Και τρώει τις σάρκες του γιατί δεν αντέχει πια τον εαυτό του. Πόσα χρόνια μπορεί να κρατήσει η εφηβεία του; Πόσο ακόμα θα χρειαστεί να καταλάβει ότι αν δεν σκύψει το κεφάλι να δει τις πληγές του κι αν δεν αντικρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως τον φαντασιώνεται, δε θ’ αλλάξει ποτέ;
Όσα γίνονται εκεί ψηλά στην εξουσία καθρέφτης είναι. Εμάς δείχνουν. Αντί να καθόμαστε να ψάχνουμε τη λύση στα λόγια και τις ευθύνες των άλλων, ας δούμε τι πολιτική κληρονομιά κουβαλάει ο καθένας μας στο μυαλό του. Τι μας έμαθαν και τι κριτήρια έχουμε για ν’ αποφασίζουμε; Πόσο «δε βαριέσαι» είμαστε ή πόσο φιλότιμο έχουμε στ’ αλήθεια; Ας αναρωτηθούμε όλα αυτά που κατηγορούμε τους γύρω μας, πόσο εμείς τα αποφεύγουμε;
Είμαστε ένας έφηβος λαός που πρέπει επιτέλους να ενηλικιωθεί στο τώρα. Ας δούμε τα τραύματά μας, χωρίς να βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω, για να απαντήσουμε στο αιώνιο ερώτημα… Είμαστε άξιοι να θεραπευθούμε για ν’ αξίζουμε την εξουσία που νομίζουμε ότι θέλουμε;