Κάθισα αντίκρυ σου και χάθηκα
στα γαλαζοπράσινα νερά σου,
αύρα σου ο κάλος μου λογισμός
που με παίρνει μακριά.
Θάλασσα γαλάζια μάνα μου
σ’ όποια αν βρέθηκα στεριά
νιώθω μόνο στην αγκάλη σου
μια εγκλωβισμένη ελευθεριά.
Θύελλες πια δε με φοβίζουνε
ξέρω το τιμόνι να κρατάω.
Λεύτερος γίνεται μονάχα αυτός
που δε νιώθει σκλαβιά.