Επάνω από μια λίμνη με ήρεμα νερά
Μία δροσοσταλίδα κυλά στη φυλλωσιά
Του δένδρου που στεκόταν σαν παλικάρι ορθό
Κι αχνά καθρεφτιζόταν στο ήρεμο νερό.
«Πού πας κι απομακρύνεσαι απ’ τα κλαδιά τα ίσια;
Εγώ δε σε προφύλαξα απ’ της βροχής τη λύσσα;»
«Στη λίμνη πάω τ’ αδέρφια μου τ’ άλλα για να τα βρω
Που κολυμπούν στον όμορφο και μαγικό βυθό».
«Μ’ αν φύγεις από μένα και πέσεις στο νερό
Κι εσύ νερό θα γίνεις, δε θα σε ξαναδώ.
Ένα με μένα γίνε και θα σ’ ευγνωμονώ
Αν τη δροσιά σου δώσεις, λίγο να δροσιστώ».
«Μικρή σταγόνα είμαι εδώ και ποια η δύναμη μου;
Άσε με νά μπω στο νερό ν’ ανοίξει η ψυχή μου.
Και τότε σου υπόσχομαι πως θα δεθώ μαζί σου
Αφού απ’ τις ρίζες θα φιλώ το ξύλινο κορμί σου».
Με μιας, λοιπόν, βουτάει, η μικρή δροσοσταλιά
Να βρει τις αδελφές της στης λίμνης τα νερά.
Το δένδρο τη φωνάζει για να βεβαιωθεί
Πως δεν θα τον ξεχάσει στη λίμνη σαν χαθεί.
Αμέσως τότε νιώθει στις ρίζες του απαλά
Να τον γλυκοφιλάει μια όμορφη δροσιά.
Αυτή είναι η αγάπη, ποτέ δε λησμονεί.
Μονάχα μεγαλώνει σαν λάμψει η ψυχή.