Ένα άσπρο νεκρολούλουδο φόρεσε πα’ στο πέτο
Για να τον δει ανθοστόλιστο ο Χάρος που αναμένει
τυφλός με το δρεπάνι του μπροστά σε νιό ή γέρο,
για να θερίσει τα κορμιά, ήρθε δεν ήρθε η ώρα.
«Για στάσου λίγο, Θάνατε, να αποχαιρετήσω.
Έχω γυναίκα και παιδιά, ανίψια και εγγόνια.
Φίλους που με αγάπησαν, εχθρούς που με μισήσαν.
Σε όλους κάτι τους χρωστώ, ευχαριστώ ή συγγνώμη.
Σαν νεκροεπιθυμία μου, άσε να αποδώσω
όλα τα χρεωστούμενα κι όταν θα αποσώσω,
θα ‘ναι για σε πιο εύκολο πια να με κουβαλήσεις
σαν ελαφρύνει η ψυχή απ’ της ζωής τα βάρη.
Τη θλίψη ετούτη δε βαστώ, την απωθεί η καρδιά μου
σαν αγκαλιάζει μέσα της χαρά μαζί και πόνο.
Δάκρυα από συγκίνηση πετούν απ’ την ψυχή μου
Λυτρώνουν, λες, την ομορφιά από ανάσες λύπης.
Άσε με να στερνοπλυθώ από τα κρίματά μου
Κι ευθύς θα σου παραδοθώ δίχως κανένα φόβο.
Αρκεί κι εσύ να μου κρατάς σφιχτά το ένα μου χέρι
Σαν τη γλυκιά μανούλα μου σαν πήγαινα σχολείο.
Σχολειό είναι κι ο θάνατος. Θα το διαβώ, αλήθεια.
Μα τη ζωή που έζησα να αποχαιρετήσω πρώτα.
Θα είναι, λες, αγένεια αν έτσι την αφήσω.
Τόσα πολλά μου πρόσφερε σα να ‘μουνα παιδί της.
Πικρές, χαρές, ανάθεμα, υπερηφάνεια, ψέμα.
Θα ήμουν πια αχάριστος στη γενναιοδωρία.
Ξέρω πως χρόνο δεν κοιτάς. Πως είστε μαλωμένοι.
Γι’ αυτό και χρόνο δε ζητώ, μα άσε με ν’ αντικρίσω
Όσα εδώ πέρα γεύτηκα σε τούτο εδώ το βιός μου.
Θαρρείς πολλά πως σου ζητώ…
Και θα ζητήσω ακόμα.
Όσο μ’ αφήνεις να μιλώ, πάντα κάτι θα βρίσκω.
Γλυκιά η ζωή είναι θάνατε, πώς ν’ αρνηθείς το μέλι;
Σαν στάζει από τα χείλη σου η τελευταία σταγόνα;».
Ο Χάρος έπιασε απαλά το ένα του το χέρι
και άλλαξε ξάφνου τη μορφή κι έγειρε πιο κοντά του.
Έγινε η μανούλα του, του γέρο-καημένου,
που από χρόνια πέθανε˙ την είχε στα κιτάπια.
Στερνό φιλί στο μέτωπο του έδωσε με πόνο
κι ευθύς εμπρός τού έδειξε την πόρτα να περάσει.
Ο γέρος με ευλάβεια της φίλησε το χέρι
και ένα δάκρυ κύλησε μαζί και η σταγόνα,
το μέλι από τα χείλη του και έπεσε στο χώμα.