Βυθίζομαι. Παλεύω να βγω στην επιφάνεια μα οι αλυσίδες με προφταίνουν. Ξαφνικά βρίσκω ένα βράχο μέσα στη θάλασσα. Τρέχω, αγωνίζομαι. Με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Αρχίζω να σκαρφαλώνω. Τα βράχια είναι απότομα και κοφτερά. Ματώνω. Μα δε σταματώ. Χάνω βήματα και ξαναπέφτω.
Με τραβά το σκοτάδι του βυθού κοντά του.
Αντιστέκομαι. Χωρίς δυνάμεις πια. Απορώ με τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν τον αγαπώ ή τον σιχαίνομαι αλλά είναι το μόνο που έχω. Δεν μπορώ να ακούσω τη μελωδία της θάλασσας. Τα αυτιά μου έχουν βουλώσει. Το μόνο που ηχεί είναι ο βόμβος της προσπάθειας μου μέσα στο νερό. Δεν μπορώ να δω καθαρά. Τα μάτια μου έχουν πονέσει από το αλάτι. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Μόνο αγωνίζομαι. Δεν μπορώ ούτε να ονειρευτώ ούτε να νιώσω. Όλα έχουν νεκρώσει από την κούραση. Τι με κρατάει στη ζωή; Αναρωτιέμαι.
Ξαφνικά βλέπω ένα δελφίνι. Είναι μικρό. Ίσα που κολυμπά. Όμως προσπαθεί. Μαθαίνει. Δεν παραιτείται. Είμαστε στην ίδια κατάσταση. Μόνο που αυτό είναι στο περιβάλλον του και το έχει αποδεχτεί. Και πάνω που πήγα να βρω την ελπίδα, άρχισα να χάνω την ανάσα μου. Μέσα στον πανικό μου να προλάβω να ανέβω, βλέπω το μικρό δελφίνι να έρχεται προς το μέρος μου και να προσπαθεί να με σπρώξει προς τα πάνω. “Μα είναι τόσο μικρό, πως θα τα καταφέρει;” πρόλαβα να σκεφτώ.
Όμως πριν το καταλάβω βρέθηκα να παίρνω την τόσο ζωογόνα ανάσα που χρειαζόμουν. Το δελφίνι με είχε βοηθήσει. Και να η απάντηση μπροστά μου. Ένα άγγιγμα αγάπης φτάνει να σε βγάλει από το βυθό ακόμα και χωρίς δύναμη. Φτάνει η αγάπη.
Φτάνει.
Η αγάπη.