Κάτω στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού
εκάλπαζε ένας ίππος θαρραλέα.
Ζούσε μονάχος σ’ ένα στάβλο του αγρού
και απολάμβανε ημέρα την ημέρα.
Από πεδιάδα σε πεδιάδα τράβαγε
με υπερηφάνεια κάποιον μήπως συναντήσει.
Βλέπετε έψαχνε να βρει ο λογικός
μέσα στα άλογα κάποιον να νουθετήσει.
Σε μια φάρμα εκεί, μακριά στην εξοχή
βλέπει ένα χοίρο που έτρωγε και έπινε.
Είχε στη ζωή, αξία το φαΐ
κι έτσι βρήκε ο ίππος να κάνει αυτό που έψαχνε.
Παίρνει το ύφος βαρυσήμαντου σοφού
διδασκαλία περισπούδαστη ν’ αρχίσει.
Μα η λαιμαργία του παχύσαρκου κοινού
δεν του επέτρεπε κουβέντα να εκστομίσει.
Όμως ο ίππος είχε τεράστια επιμονή
και την πεποίθηση πως πάντα όλους τους πείθει.
Κι έτσι θεώρησε καθήκον του εκεί
τη νοοτροπία αυτού του χοίρου να γυρίσει.
«Συγγνώμη κύριε, η αξία της τροφής
είναι να τρώγεται αργά με οικονομία.
Αλλιώς θα μείνετε για πάντα ευτραφής
και δεν θα έχετε ποτέ καλή υγεία.»
Κάτι στο λαιμό το χοίρο ενοχλεί
βήχει κι όλο βήχει, φαίνεται να πνίγεται
κι απ’ το στόμα, να, φτύνει το βραχνά
ένα μαργαριτάρι που μες στο χώμα χάνεται.
Τα λόγια χάνονται αν είναι μοναχά
για ν’ ακουστούν από τ’ αυτιά κι όχι απ’ τη σκέψη.
Γι’ αυτό τα πιο πολλά μαθήματα είναι απλά
κι ειν’ η ζωή που κρίνει ποιός θα τα αντέξει.