«Μια φορά κι έναν καιρό, σκαρφαλωμένη σ’ έναν απόκρημνο βράχο, μια πηγή ανάβλυζε, ξεδιψώντας όσους ζητούσαν να πιουν από αυτήν.
Δυσπρόσιτη όπως ήταν, για να την φτάσει κανείς έπρεπε να έχει τη θέληση να αναρριχηθεί ως την κορυφή του βράχου κι έπειτα να κατέβει το στενό και δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε σ’ εκείνη. Πολλοί ανέβαιναν, στέκονταν, αλλά δίσταζαν να κατέβουν, είτε από κούραση είτε από φόβο. Αγνάντευαν τη θέα από τον βράχο και διηγούνταν στους φίλους τους όλο καμάρι, πώς κατάφεραν να φτάσουν.
Υπήρχαν κι εκείνοι που δεν υπολόγιζαν τίποτα προκειμένου να γευτούν το ιερό νερό της. «Ασκητές» τους αποκαλούσαν. Οι περισσότεροι έμεναν εκεί για ώρες έως και μέρες, μη μπορώντας να αποχωριστούν τον υδάτινο θησαυρό.
Μα η πηγή δεν ανάβλυζε απλά νερό. Θρύλοι το ‘χαν πως όποιος έπινε μία φορά, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Μεταμορφωνόταν και κουβαλούσε τη δροσιά στην ψυχή του μέχρι να πεθάνει.
Η γενναιοδωρία της μαγικής πηγής δε σταματούσε εκεί. Σ’ όσους παράβλεπαν τον κόπο κι έκαναν το παν για να την αγγίξουν, χάριζε από ένα δώρο. Ένα δώρο ψυχής».
«Τι δώρο ήταν αυτό παππού;» ρώτησε η μικρή με μάτια που άστραφταν από αγωνία.
«Η αφύπνιση του ταλέντου» απάντησε ο παππούς με ένα ίχνος νοσταλγίας.
«Τι σημαίνει αυτό;» απόρησε το κορίτσι.
«Σημαίνει, μικρή μου, πως οποίος κατάφερνε να πιει, έστω και μια φορά, από εκείνη την πηγή, ανακάλυπτε μέσα του την τέχνη για την οποία ήταν φτιαγμένη η ψυχή του. Πολλούς ξεδίψασε αυτή η πηγή. Ζωγράφους, συγγραφείς, γλύπτες, μουσικούς κι ένα σωρό άλλους καλλιτέχνες. Πείτε μου όμως τώρα. Καταλάβατε ποια είναι η πηγή;»
Το κοριτσάκι σώπασε, μην ξέροντας τι να απαντήσει. Ο μεγαλύτερος αδερφός, χωρίς να αφήσει από το χέρι του το μολύβι που σχεδίαζε ασαφείς γραμμές στο χαρτί που βρισκόταν μπροστά του, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον παππού του. Είχε αντιληφθεί πως η ιστορία προοριζόταν κυρίως για εκείνον.
Κατέβασε πάλι το βλέμμα στο χαρτί. Άρχισε να ενώνει τις σκόρπιες γραμμές, ώσπου διακρίθηκε ένα σχέδιο. Όσο σχεδίαζε, τόσο περισσότερο πάθος γέμιζαν οι κινήσεις του. Φαινόταν σαν να μη βρισκόταν κοντά τους. Αγκομαχούσε σχεδόν, σαν να σκαρφάλωνε. Στο μέτωπο του φάνηκαν οι πρώτες σταγόνες κόπου. Τις σκούπισε με μια βιαστική, μηχανική κίνηση και συνέχισε. Σιγά-σιγά, καθώς περνούσε στις λεπτομέρειες του σχεδίου, το χέρι του γλιστρούσε πιο απαλά. Προσέθετε σκιές, τόνιζε γραμμές, σχεδίαζε καμπύλες.
Ο παππούς τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο υπερηφάνειας να φουσκώνει τα χείλη του. Η μικρή αδερφή παρακολουθούσε αποσβολωμένη.
Όταν τελείωσε, το βλέμμα του επανήλθε με δυσκολία στο χώρο του δωματίου. Την έκφραση του προσώπου του είχε ωριμάσει η πληρότητα της εμπειρίας. Προέτεινε το σχέδιο στον παππού. Εκείνος το πήρε και το κοίταξε προσεκτικά. Η μικρούλα, όμως, δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη μυστική σιωπή των δυο ανδρών.
«Πολύ όμορφο είναι! Μα αυτή η πηγή δε βγάζει νερό! Βγάζει μολύβια!» είπε γεμάτη απορία κι έκπληξη.
«Ακριβώς!» της είπε ο παππούς.
«Δεν καταλαβαίνω…» παραδόθηκε στην πολυθρόνα της απογοητευμένη.
«Η ιστορία μας, μικρή μου, μιλά για την πηγή της Έμπνευσης. Από αυτήν ήπιε ο αδερφός σου κι έφτιαξε αυτό το σχέδιο. Θυμάσαι που σου είπα πως η πηγή σε βοηθά να ανακαλύψεις την τέχνη σου;»
«Ναι» απάντησε σε μια προσπάθεια να καταλάβει.
«Ποιά τέχνη πιστεύεις ότι ανακάλυψε ο αδερφός σου;»
«Τη ζωγραφική!» είπε χαρούμενη που ήξερε την απάντηση.
«Πολύ σωστά! Γι’ αυτό η πηγή που ζωγράφισε βγάζει μολύβια. Γιατί η έμπνευση πότισε το μολύβι του με το νερό της. Και από εδώ και πέρα θα συνεχίσει να το ποτίζει».
Τελείωσε το λόγο του, εναποθέτοντας ένα στοργικό βλέμμα στον εγγονό του, που τόσο του θύμιζε τον εαυτό του και το ταλέντο που ο ίδιος είχε ανακαλύψει στα νιάτα του. Το ταλέντο εκείνο που στόλιζε τους τοίχους γύρω τους και τις ψυχές όσων τους αντίκριζαν.