You are currently viewing Προμηθέας περί τέχνης

Προμηθέας περί τέχνης

Σε είδα να βασανίζεσαι στο έλεος των όρνιων. Δεμένος σαν κατάδικος, να σε παραφυλούν, λες και το κρίμα σου ήταν το χειρότερο όλων των κριμάτων. Λύγισα στη θέα της αδικίας που προσωποποιούνταν μπροστά μου. Σε ρώτησα «Γιατί μας υπερασπίστηκες; Δε βλέπεις την αχαριστία τώρα; Κανείς δεν έρχεται να σε βοηθήσει. Φωτιά μας έδωσες και φωτιά παίρνεις».

«Η προσφορά δε γίνεται για να εξαργυρωθεί, ακόμα κι αν το δώρο του φωτός γίνει φωτιά από τον αποδέκτη». Η απάντηση σου αινιγματική για το ανθρώπινο θνητό μυαλό μου. Η έκφραση του πόνου και της κούρασης στο πρόσωπό σου υψωνόταν σαν τείχος που δε με άφηνε να δω τα πραγματικά σου αισθήματα. Μάντεψα πως δεν είχες μετανιώσει. Δεν είχα άδικο.

«Αν δεν είχες φανεί τόσο γενναιόδωρος όμως, ίσως ο κόσμος μας να ήταν καλύτερος τώρα».

Η ανθρώπινη άγνοια οδηγεί συχνά στη βλασφημία κι εγώ είχα επιδοθεί και στα δυο εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνοντας την αχαριστία του είδους μου προς το αιώνιο δώρο. Έκλεισες τα μάτια σφιχτά, σαν να μάζευες δύναμη για να με κοιτάξεις σταθερά. Όταν τα άνοιξες, η αλήθεια του βλέμματός σου με ανάγκασε να γονατίσω από ντροπή. 

«Γνωρίζεις ποιο ήταν πραγματικά το δώρο που έδωσα στους ανθρώπους;» με ρώτησες με φωνή που φανέρωνε πως η ελπίδα ήταν κραταιή ακόμα μέσα σου. Σώπαινα. Μου ήταν αδύνατο να αποκριθώ οτιδήποτε μετά από το τελευταίο μου ατόπημα.

«Πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται, μα το υπηρετούν. Μερικοί το ερευνούν και το εξελίσσουν. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι λίγοι που βρίσκουν ζωή χάρη σ’ αυτό». Σταμάτησες, δίνοντας μου την ευκαιρία να συμμετάσχω, όμως παρέμενα ακίνητος κι αμίλητος.

«Δεν ήταν η φωτιά που έδωσα στους ανθρώπους. Θα ήταν μάταιο να το κάνω, αφού μοιραία θα την ανακάλυπταν από μόνοι τους. Η φωτιά υπάρχει στη φύση. Εκείνο που ο άνθρωπος έπρεπε να ανακαλύψει ήταν πώς να παίρνει τα υλικά και να τα εξυψώνει σε κάτι ανώτερο. Σε κάτι που δεν μπορεί να βρει έτοιμο γύρω του. Αυτό είναι η τέχνη. Γι’ αυτήν τιμωρήθηκα και θα το έκανα ξανά αν χρειαζόταν». Οι τρομεροί φύλακες που παρακολουθούσαν το διάλογό μας κάγχασαν. Η λοιδορία τους απέναντι στο ανθρώπινο γένος με πείσμωσε. Στάθηκα ξανά στα πόδια μου.

«Γιατί σ’ εμάς;» σε ρώτησα δαγκώνοντας τα χείλη μου με απόγνωση.

«Η τέχνη δεν ανήκει στους Θεούς. Χρειάζεται πόνο, μόχθο, ύλη και θάνατο για να πιάσει την ψυχή από την άβυσσο και να την ανεβάσει στα ουράνια. Θέλει σάρκα η τέχνη. Χέρια ροζιασμένα, κορμί αδύναμο και καρδιά ικανή για την υπέρβαση».

«Μα τη μολύναμε. Δε μας αξίζει πια» παραδέχτηκα φιλότιμα.

«Γι’ αυτό ακριβώς τη χρειάζεστε. Η τέχνη είναι η θεά της μετουσίωσης και η μητέρα της ελπίδας». Έγειρες το κεφάλι αποκαμωμένος. Ένιωσα ένα χρέος να αγκαλιάζει απαλά τις πλάτες μου. Μου είχες επιστρέψει το δώρο που προσπάθησα αχάριστα να αποτάξω. Μέσα σε λίγες λέξεις, με δίδαξες πως η αμφιβολία είναι η αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί τον εαυτό του. Μα και πως εκεί ακριβώς βρίσκεται και η δύναμη της τέχνης του. Στην αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του.