Εκείνη η μέρα είχε ξημερώσει ευοίωνη όπως όλες οι άλλες. Δεν ήξερες – δεν μπορούσες να ξέρεις – τι σου επιφύλασσε το απόγευμα. Ίσως να είχες μια περίεργη διαίσθηση πως κάτι κακό θα συμβεί, αλλά προσπαθούσες, σχεδόν βίαια, να την αποτραβήξεις από τη σκέψη σου.
«Ιδέα μου είναι» επαναλάμβανες κάθε τόσο.
«Σύνελθε» μουρμούριζες σχεδόν φωναχτά στον εαυτό σου.
Όλα κύλησαν ομαλά, ώσπου δέχτηκες εκείνο το καταραμένο τηλεφώνημα. Η φωνή από την άλλη πλευρά του ακουστικού θλιμμένη, σχεδόν τρεμάμενη, σου ανακοίνωσε τα νέα.
Άρνηση, η πρώτη σου αντίδραση. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» ήταν η φράση που έπαιζε επαναλαμβανόμενα σαν από κολλημένη βελόνα σε γραμμόφωνο μέσα στο μυαλό σου. Ήταν τόσο δυνατό το αποτύπωμά της που το ούρλιαξες, μα η φωνή σου, σβησμένη, δε σε υπάκουσε. Όταν πήρες την επιβεβαίωση ότι ισχύει, ένιωσες το αίμα να αδειάζει από πάνω σου σαν καταρράκτης που σπάει το φράγμα που τον κρατούσε. Σωριάστηκες στην καρέκλα και με το ένα χέρι κολλημένο στο ακουστικό που επέμενε να σε ρωτά αν είσαι καλά, κοίταξες το ελεύθερο χέρι σου που είχε αρχίσει να τρέμει.
Έκλεισες το ακουστικό χωρίς να πεις λέξη κι άρχισες να βαριανασαίνεις. Δεν ήσουν σίγουρη αν θα λιποθυμούσες, αν θα έκανες εμετό ή αν θα πέθαινες την ίδια στιγμή. Οι σκέψεις μετατράπηκαν σε αιχμηρές σφαίρες και άρχισαν να τρυπούν το μυαλό σου, αφήνοντας στο πέρασμα τους σκιές της νέας πραγματικότητας που θα διαμορφωνόταν μετά το τηλεφώνημα. Όσο πύκνωναν οι πυροβολισμοί των σκέψεων, τόσο η καρδιά σου επιτάχυνε το ρυθμό της. Βρισκόσουν στην αρχή της πτώσης σου από την κορυφή του βουνού. Κατρακυλούσες και παρέσερνες μαζί συναισθήματα που σκορπούσαν, αφήνοντας ένα κενό στην καρδιά σου που πονούσε στο στήθος σου. Ένιωθες τόσο ευάλωτη, τόσο αδύναμη, σαν να ήταν η ύπαρξή σου ένας πύργος από τραπουλόχαρτα που ένα απλό φύσημα, δυο-τρεις λέξεις, τον είχαν διαλύσει. Τα δάκρυα δεν έλεγαν να κυλήσουν για να λυτρωθείς. Η δύσπνοια σού έσφιγγε το στήθος κι η αναπνοή σου ήταν τόσο ακανόνιστη, που νόμιζες πως η ψυχή σου πάλευε να ελευθερωθεί από τα δεσμά της και να φύγει μια για πάντα από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ο φόβος! Ναι…ο φόβος ήταν πια αφέντης σου. Είχε μετατραπεί σε τρόμο και μαζί με τα χέρια σου τάραζε κι εσένα σύγκορμη. Αυτός τα καθόριζε όλα, σαν δαίμονας που σε είχε καταβάλλει, αφήνοντάς σε άβουλη κι ανίκανη ν’ αντιδράσεις. Πάντα έτρεμες στην ιδέα ότι μπορεί να το ξαναπάθαινες, μετά από εκείνη την πρώτη, αλησμόνητη και βασανιστική φορά. Και να που η πρωινή διαίσθησή σου βγήκε αληθινή. Ο τρόμος, αυτός ο απρόσκλητος, απεχθής επισκέπτης είχε επιστρέψει. Η κρίση πανικού βρισκόταν πια στο αποκορύφωμά της και τίποτα δε φαινόταν να μπορεί να τη σταματήσει.
Μηχανικά, μέσα στην θολωμένη συνειδητότητά σου και με μάτια θαμπά, κατάφερες να θυμηθείς πως κάπου εκεί κοντά πρέπει να είχες ακόμα κάτι χάπια. Έκανες να σηκωθείς. Ξαφνικά, ένιωσες ένα χέρι να πιάνει την αύρα σου και να την απομακρύνει από το σώμα σου. Η ταχυκαρδία σταμάτησε, μαζί με τη δύσπνοια και το τρέμουλο. Ένιωθες ανάλαφρη, σαν σε όνειρο και προσωρινά απαλλαγμένη.
Σε λίγο δε βρισκόσουν πια στο δωμάτιό σου. Πετούσες! Ναι! Πετούσες!
«Μα τι συμβαίνει;» απόρησες, όμως μέσα σου είχες αρχίσει παραδόξως να γαληνεύεις.
Το χέρι σε κρατούσε από τον ώμο, αλλά σου ήταν ακατόρθωτο να γυρίσεις να δεις τη μορφή εκείνου στον οποίο ανήκε. Άρχισες να αιωρείσαι πάνω από σπίτια. Έβλεπες τους ανθρώπους να περπατούν στο δρόμο. Έμοιαζαν τόσο μικροί και τα προβλήματά τους ακόμη μικρότερα. Ήταν τόσο όμορφη η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθες, ειδικά μετά το επεισόδιο της κρίσης, που ό,τι κι αν ήταν αυτό που ζούσες εκείνη τη στιγμή δεν ήθελες να τελειώσει.
Ανάμεσα στους ανθρώπους, διέκρινες κάποιους που αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα με σένα. Μα γύρω τους είδες ζωή. Ζωή που δεν μπορούσαν ν’ αγνοήσουν και που τους καλούσε να ταξιδέψουν μέσα στον κύκλο της. Ανέβαιναν σαν σε τραινάκι του λούνα παρκ και παρά τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, αφήνονταν στη ζωή. Τους θαύμασες. Όχι που δε φοβούνταν. Μα που δεν παραιτήθηκαν. Που δεν τρόμαξαν, όταν η ζωή τους τα έφερε όλα ανάποδα και που βρήκαν τη δύναμη να πουν ένα «δόξα τω Θεώ» κι ας φαινόταν παράλογο.
Ανάμεσα τους ήταν κι ένα παιδί. Φώναζε πάνω στο τρενάκι, όχι από φόβο μα από ενθουσιασμό. Για εκείνο ήταν όλα ένα παιχνίδι κι ας βρισκόταν στο ίδιο τρένο με τους μεγάλους. Έτσι όπως το έβλεπες από ψηλά, χαμογελούσε κι απολάμβανε τη διαδρομή. Κι ας του φυσούσε μανιασμένα ο αέρας το πρόσωπο από την ταχύτητα. Κι ας τιναζόταν δεξιά κι αριστερά σε κάθε στροφή. Με πόση χαρά αντιμετώπιζε το απρόσμενο!
Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόσουν πάλι στο σπίτι σου. Έκανες να σηκωθείς από το πάτωμα. Διαπίστωσες πως είχες χτυπήσει λίγο το χέρι σου από το πέσιμο. Χαμογέλασες.
«Αυτό θα γίνει γενναία μελανιά!» σκέφτηκες χιουμοριστικά.
Όταν έφτασε το βράδυ, είχες ήδη ξεκαθαρίσει μέσα σου τη νέα πραγματικότητα που θα ξημέρωνε κιόλας από αύριο. Ήσουν κουρασμένη, αλλά παραδόξως γαλήνια. Τώρα πια είχες το αντίδοτο. Την εικόνα του παιδιού στο τρένο της ζωής δεν επρόκειτο να τη λησμονήσεις. Δε φοβόσουν πια την κρίση. Μπορούσες να την αντιμετωπίσεις. Όταν πέφτεις σ’ έναν γκρεμό, το μόνο που χρειάζεσαι είναι η άκρη ενός σκοινιού να σε τραβήξει προς τα πάνω. Τώρα πια είχες την άκρη στο γέλιο ενός παιδιού. Του παιδιού που ζωντάνεψε μέσα σου.
Με την εικόνα του παιδιού χαραγμένη ακόμα στο μυαλό σου, θυμήθηκες το τηλεφώνημα. Τρόμαξες μήπως σε πιάσει πάλι, αν και μέσα σου ήξερες πως δεν επρόκειτο να συμβεί. Με μια λυτρωμένη θλίψη, κοίταξες το τηλέφωνο. Τα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους για το φινάλε της πράξης. Έκλαψες. Ξέσπασες όλο το φορτίο σου σ’ εκείνο το κλάμα, που ξέπλυνε κάθε φόβο και βάρος.