Μένουμε αμήχανα φοβισμένοι μπροστά στην απεραντοσύνη της αγνωσίας μας.
Εμείς ν’ αναζητούμε λέξεις να κάνουν λόγο το βίωμα, μα η ζωή πεισματικά να επιλέγει τη σιωπή.
Θαρρείς πως γίνεται συνένοχη των ιθυνόντων, των ηθικών αυτουργών και των εγκληματικών εγκεφάλων.
Ακούς τον απλό άνθρωπο να κραυγάζει «Πού είσαι Θεέ; Πώς τα επιτρέπεις όλα τούτα;» κι από την ψυχή του να στάζει αίμα η δύναμή του.
Μα στάσου.
Η σιωπή, σαν χαμαιλέων, παίρνει τη μορφή που θα της δώσεις.
Δε συνεργεί με κανέναν η ζωή.
Θλίβεται. Άκουσέ την.
Ο λυγμός της πάλλεται στην πνιγμένη από μάσκες ατμόσφαιρα.
Θλίψη είναι η σιωπή της.
Για τον άνθρωπο που ξεχνά.
Που κρίνει.
Που επιτίθεται.
Που φθονεί.
Που μισεί.
Που σε θέση Θεού αποφασίζει ποιο είναι το καλό.
Ο άνθρωπος εξόρισε το Θεό από την καρδιά του.
Γι’ αυτό τα μάτια του αδυνατούν να τον δουν.
Στα βουρκωμένα βλέμματα εκείνων που μάχονται σιωπηλά για έναν καλύτερο κόσμο.
Στα χέρια εκείνων που βοηθούν δίχως φόβο.
Στην αγκαλιά όσων αγαπούν χωρίς όρια.
Σιωπές είναι όλα αυτά.
Αυτές τις σιωπές αγαπά η ζωή.
Αυτές εισακούει ο Θεός.
Ένας Θεός εξόριστος, μα όχι αόριστος.
«Πού είσαι Θεέ;» αναρωτιέσαι κοιτώντας την καταστροφή κι αναζητώντας Τον μέσα στη δαιμονική ομίχλη.
Κοίτα μια φορά τον εαυτό σου στα μάτια και επανάλαβε την ερώτηση.
Αντέχεις να αντικρίσεις την απουσία;
Πνίγεσαι από την ανομία των λαθών.
Δεν εμπιστεύεσαι ούτε Θεό μα ούτε κι άνθρωπο.
Κάπου πιο πέρα, ένας ποιητής θαλασσοδέρνει την πένα του στα τρικυμισμένα βάθη των συναισθημάτων του για να βρει την ουσία.
Να επαναπατρίσει το Θεό με περίσσια ευαισθησία.
Με μια ταπεινωμένη από τους συνανθρώπους ευγνωμοσύνη για την πίστη του.
Δες τον.
Διάβασε τον.
Νιωσ’ τον.
Ακόμα αναρωτιέσαι πού είναι ο Θεός;