Μια πολυτάραχη χρονιά έφτασε στο τέλος της. Δεν είναι ότι οι προηγούμενες μας έφερναν πάντα ό, τι ποθούσαμε, ούτε ότι τα βάσανα έλειπαν. Ο φετινός απολογισμός διαφέρει στο ότι, σ’ έναν κόσμο ατομικισμού, η ταλαιπωρία έγινε συλλογική. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που σφύζει από μοναξιά, δεν είμαστε μόνοι, γιατί δεν είμαστε οι μόνοι που ζουν το παράδοξο “δώρο” του 2020. Ένας πλανήτης συντονίστηκε σε έναν κοινό πόλεμο. Οι παρατάξεις αρκετές. Οι γνώμες πολυπληθείς. Η γνώση ηττημένη.
Αν υπήρξε έναν νικητής φέτος, αυτός ήταν ο διχασμός. Εκείνος εγκατέστησε την αμφιβολία στο μυαλό μας σαν κακόβουλο λογισμικό. Τίποτα πια δε μοιάζει ίδιο, όπως και κανείς μας δε θα είναι ίδιος μετά το 2020. Μια χρονιά ορόσημο για όσα είχαμε δεδομένα. Την αγάπη, την ελευθερία, την υγεία, τους δικούς μας ανθρώπους, την ασφάλεια. Τίποτα δε μοιάζει ασφαλές πια. Δεν είναι ο ιός που έφερε την ανασφάλεια, μα ο τρόπος που ξεκινήσαμε να κοιτάμε τον συνάνθρωπο. Οι δικοί μας έγιναν πιο δικοί μας, γιατί η απουσία τους μας ανάγκασε να εκτιμήσουμε την παρουσία τους στη ζωή μας. Οι ξένοι, όμως, έγιναν πιο ξένοι. Εκείνοι φταίνε για όλα. Που δεν προσέχουν, που δεν υπακούν, που επαναπαύονται.
Γίναμε κριτές των άλλων, περιορίζοντας την αυτοκριτική μας στο κελί που μετατράπηκε το σπίτι μας. Χωρίς να νοιαστούμε για το πόνο του καθενός. Ποιός θα κατηγορήσει έναν παππού που φοβάται πως αυτή θα είναι η τελευταία του χρονιά και γι’ αυτό αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος όσο του μένει; Ποιός θα καταλάβει τους γονείς που βλέπουν τα παιδιά τους να γίνονται αγρίμια στα κλουβιά και να παλεύουν με τα σχοινιά μιας μάσκας που τους στερεί το πρώτο δώρο που τους χάρισε η ζωή με μιαν ανάσα; Ποιός γνωρίζει για τη γυναίκα που περπατά στο δρόμο χωρίς “να έχει τον νου της” αν ο εχθρός της ζωής της δεν κρύβεται στο ίδιο της το σπίτι που εσύ την παροτρύνεις να επιστρέψει γρήγορα κι ας καταλήξει άλλο ένα βράδυ να αγκαλιάζει τον βασανιστή της;
“Άκρα” θα μου πεις. “Η τηλεόραση δε λέει τίποτα γι’ αυτά, άρα δεν υπάρχουν” επιχειρηματολογείς, χρίζοντάς την τον σύγχρονο Ντεκάρτ που επιβάλλει τη ρήση του “το μετέδωσα, άρα υπάρχει”. Ποιός μπορεί, όμως, αλήθεια να γνωρίζει τι ψυχικούς ιούς κουβαλά ο καθένας μας και πώς αυτοί μεταλλάσσονται ραγδαία υπό την πίεση των γεγονότων και της τρομολαγνείας;
Έχουμε πόλεμο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Τι είδους πόλεμος είναι θα το δείξει μονάχα η ιστορία. Είμαστε πολύ μικροί για να το κρίνουμε κι οι πραγματικοί μαχητές παραμένουν, όπως πάντα, αφανείς.
Ακόμα κι αν αυτή η πρωτοχρονιά γιορταστεί διαφορετικά, δεν παύει να αποτελεί μια ευκαιρία να διδαχτούμε, να μηδενίσουμε και να αρχίσουμε ξανά. Είτε η δοκιμασία που περνάμε τελειώσει σύντομα, είτε όχι, ας φυλάξουμε μια αγκαλιά για τον συνάνθρωπο. Ας μην ξεχάσουμε πώς ήταν η ζωή πριν τη μάσκα. Ας μην επιτρέψουμε στη συνείδηση μας να διαμορφωθεί ψυχρά και τυπικά. Ας μη συνηθίσουμε. Μπόρα είναι και θα περάσει. Κι όπως μετά από κάθε καταιγίδα, ένα ουράνιο τόξο περιμένει ταπεινά να υπενθυμίσει την ελπίδα. Πως δε χάθηκε ο άνθρωπος. Πως συνεχίζει να αγαπά, να ονειρεύεται και να υπάρχει.
Κι αν η αγκαλιά έγινε δηλητήριο και το χαμόγελο ταμπού επειδή εκφράζονται με το σώμα που κινδυνεύει να νοσήσει, το “σ’αγαπώ” και το “σε νοιάζομαι” επιτρέπεται ακόμα να μεταδίδονται από ψυχή σε ψυχή. Ας μείνουμε άνθρωποι, με την ευχή ν’ αγκαλιαστούμε ξανά ελεύθεροι και υγιείς και να χαμογελάσουμε με την καρδιά μας σαν παιδιά. Για τα παιδιά. Για τις ζωές που σώθηκαν. Για την ομορφιά της ζωής. Για μιαν ανάσα.