Έφερε την αχνιστή κούπα μπροστά στο πρόσωπό της κι ένιωσε τη μυρωδιά του καφέ να εισχωρεί στο κεφάλι της. Μια αίσθηση ζεστή και γνώριμη. Ασφάλεια. Έβαλε την κούπα στα χείλη, έκλεισε τα μάτια κι ήπιε την πρώτη γουλιά. Γεύση. Η δεύτερη αίσθηση που ικανοποιούνταν από αυτό το μαγικό ρόφημα. Για κάποιο λόγο, η γεύση ήταν...
Περνώντας από τον διάδρομο κοίταξε επίμονα τον καθρέφτη. «Πάλι εσύ εδώ; Τόσα χρόνια δε βαρέθηκες στο ίδιο μέρος;» «Εσύ με φωνάζεις κάθε φορά.» «Κι αν έλειπες μια μέρα δε θα χανόταν κι ο κόσμος.» «Ο δικός σου ναι.» «Εσύ είσαι ο κόσμος μου; Ας γελάσω. Ο κόσμος μου είναι οι άνθρωποι που αγαπώ.» «Κι αν...
Καθόταν βολικά στη θέση της, ενώ το τρένο γέμιζε με επιβάτες. Η αμαξοστοιχία είχε προορισμό τη Θεσσαλονίκη κι από εκεί θα συνέχιζε για Ξάνθη. Στην τετράδα των αεροπορικών θέσεων που περιλάμβαναν και τη δική της, δεν είχε καθίσει ακόμα κανείς. Παρακαλούσε είτε να μείνει ως έχει είτε να κάτσει κάποια οικογένεια με παιδάκια. Τα αγαπούσε...
Από παιδί σιχαινόμουν τον Σεπτέμβρη. Σήμαινε το τέλος της ξεγνοιασιάς και του ατέλειωτου παιχνιδιού, του ανέμελου ξυπνήματος στις 12 το μεσημέρι μετά από αθώα ξενύχτια, του μεσημεριανού νανουρίσματος από το τραγούδι των τζιτζικιών, των υπέροχων καλοκαιρινών φρούτων που λέρωναν τα αχόρταγα κι ενθουσιασμένα παιδικά μουτράκια μας. Πάνω από όλα, όμως, σήμαινε το τέλος της θάλασσας....
Κάθε που τέλειωνε το καλοκαίρι την έπιανε μελαγχολία. Δεν της είχε φερθεί καλά ο Αύγουστος. Της είχε πάρει ανθρώπους, της είχε στερήσει στιγμές, διακοπές, ανεμελιά. Ήταν πάντα αυστηρός μαζί της. Λίγα ήταν τα χαρμόσυνα που της είχε χαρίσει. Μα τον αγαπούσε όπως κανέναν άλλο μήνα. Στους φίλους της, υποστήριζε πως με τον Αύγουστο τελειώνει η...
Μόλις είδε τον φάκελο να εξέχει από το γραμματοκιβώτιο, αναστέναξε. Τον έχωσε κάτω από το μπράτσο της, ξεκλείδωσε και μπήκε στο σπίτι φορτωμένη με τα ψώνια στο ένα χέρι. Πέταξε τα κλειδιά και την τσάντα της στη συρταριέρα της εισόδου, έβγαλε όπως όπως τα παπούτσια και πήγε στην κουζίνα ν’ αφήσει τις σακούλες. Έσκισε τον...
Έριξε μια ματιά στο μικρό φωτεινό δωμάτιο. Το «Κέλι» όπως το αποκάλεσε. Θα ήταν το σπίτι της για τρεις μέρες κι έπρεπε να το συνηθίσει. Αν και δεν υπήρχαν και πολλά να συνηθίσει εκεί μέσα˙ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ένα κομοδίνο με αναδιπλούμενο δίσκο για το φαγητό, μια μικρή γκρι ντουλάπια, μια καρέκλα, μια τηλεόραση και...
Άνοιξε την πόρτα του οδηγού και βγήκε. Ο καυτός αέρας του Αυγούστου βάρεσε την Αντιγόνη κατακέφαλα. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου που είχε στα μαλλιά της, έκλεισε την πόρτα και πήγε στο πορτ μπαγκάζ. Ανοίγοντας αναστέναξε. Πώς θα τα κουβαλούσε όλα αυτά μέχρι την παραλία; Μα τι σκεφτόταν όταν υποσχέθηκε στον μικρό ότι θα πάρουν όλα...
Έχωσε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του. Εκείνο το τσουλούφι δεν έλεγε να στρώσει με τίποτα. Έβαλε πρόχειρα λίγο ζελέ και καθησυχάστηκε πως κανείς δε θα το πρόσεχε ούτως ή άλλως. Πήρε το αγαπημένο του μπλε μπουφάν του και κρέμασε το κράνος στο χέρι του. Βγήκε, κλείδωσε την πόρτα και καλημέρισε τα γατιά της αυλής....
Πάνω από το πληκτρολόγιο, δυο μάτια κενά κοιτούν την οθόνη. Ένα χέρι κολλημένο στο mouse επιδίδεται σε ατελείωτο scrolling χωρίς κανένα νόημα. Το ζητούμενο είναι να περάσει η ώρα μέχρι την επόμενη υποχρέωση και στο μεσοδιάστημα το μυαλό να μπορέσει να αδειάσει. Το απόγευμα έχει μάθημα. Το μεταπτυχιακό ήταν τολμηρή απόφαση και τη δυσκόλευε σε...