«Για να φτιάξεις μια μάνα χρειάζεσαι 5 στοιχεία.Θέλεις γη, για να πατά γερά στα πόδια της και να μπορεί να παρέχει αγαθά κι ασφάλεια στα παιδιά της.Μετά θέλεις αέρα για να φυσά μακριά τις έγνοιες και τα άγχη τους.Ύστερα μπόλικο νερό για να τροφοδοτεί τα δάκριά της. Και τα πικρά και τα γλυκά». «Θα χρειαστεί...
Εμπρός σ’ ένα αθέατο κοινό υποκλίνεται με χάρη. Το χειροκρότημα πέφτει βροχή στ’ αυτιά του. Οι προβολείς τον τυφλώνουν και δεν ξεχωρίζει πρόσωπα. Η αυλαία του μυαλού του κλείνει κι εκείνος χάνεται ξανά στα παρασκήνια. Γδύνεται το κοστούμι του και το χαμόγελό του και ντύνεται τη μοναξιά. Περπατά σε ατραπούς που τον τρομάζουν. Νιώθει ξανά...
– Μαμά όταν είμαι χαρούμενη είμαι στον παράδεισο;– Ναι, καρδιά μου! Τον παράδεισο τον φτιάχνουμε μέσα μας!– Κι έχει ζώα, δάση και χρώματα;– Ό,τι μπορείς να φανταστείς!– Αυτά όμως υπάρχουν στη γη.– Ναι, υπάρχουν. – Τότε γιατί λένε ότι ο παράδεισος είναι στον ουρανό;– Γιατί, παιδί μου, στη γη, όσοι δεν μπορούν να φανταστούν τους...
Στης καρδιάς την κρύπτη φωλιάζει δειλά. Βολεύεται και νωχελικά περιμένει το τέλος. Η αδελφή της δε χώρα στο ίδιο δωμάτιο. Ξενιτεύτηκε στα ανώτερα δώματα του νου. Δραστήρια, τολμηρή και γενναία. Δυο αδελφές τόσο ανόμοιες κι όμως συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα. Όταν η επιλογή έχει γίνει, η ελπίδα κρυφοκοιτάζει πίσω από την κουρτίνα για να δει...
«Ακούς, αγάπη μου; “Ανεξιχνίαστος παραμένει ο θάνατος των δύο ηλικιωμένων που βρέθηκαν νεκροί στο κρεβάτι τους την περασμένη Πέμπτη”. Μας έβγαλαν στις ειδήσεις! Τους έκανε εντύπωση, λέει, πως κρατιόμασταν από το χέρι. Πού να ξέρουν! Θυμάσαι τότε, αγάπη μου, που σου ζήτησα για πρώτη φορά να μου κρατάς το χέρι ό,τι κι αν γίνει; Νέοι...
Ξέρεις τι είναι να σου τρώει ένα σαράκι τα σπλάχνα; Να πολλαπλασιάζεται, να μεγαλώνει κι αχόρταγο να μετακινείται μέσα σου σαν ανελέητος ληστής της ζωτικότητας σου. Ποιος του έδωσε δικαίωμα να χαραμίσει τη ζωή σου; ΓΙΑΤΙ; Αυτά τα 5 γράμματα αναβοσβήνουν στο μυαλό μου σαν φωτεινή επιγραφή νέον σε σκοτεινό κι έρημο παλιοσόκακο. Τόσο έρημο που κάνεις δε...
Ήρθαν πάλι Χριστούγεννα! Όλοι ετοιμάζονται πυρετωδώς για το μεγάλο τραπέζι, την ανταλλαγή των δώρων, τα αμέτρητα γλυκά και τη ζεστή ατμόσφαιρα που πλημμυρίζει τα σπίτια. Όλοι εκτός από τον γέρο-Μάρτυ.Ο γέρο-Μάρτυ ζούσε στο τέλος του δρόμου. Πάνε ήδη δέκα ολόκληρα χρόνια από όταν έχασε τη γυναίκα του. Δεν έχει παιδιά. Αγαπά τα Χριστούγεννα όσο καμία...
Έχω ένα όνειρο κρυμμένο. Μόλις ο κίνδυνος περάσει, σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω τον ουρανό. Κάπου εκεί το έχω φυλάξει. Ανάμεσα στ’ αστέρια. Η καρδιά μου είναι τόσο γεμάτη από φόβο που αδυνατεί να το θρέψει. Άλλωστε, είναι επικίνδυνο να το έχω κοντά μου. Μπορεί να το καταλάβουν. Το ένστικτο μού λέει ότι είναι προτιμότερο...
Ένα άσπρο νεκρολούλουδο φόρεσε πα’ στο πέτοΓια να τον δει ανθοστόλιστο ο Χάρος που αναμένειτυφλός με το δρεπάνι του μπροστά σε νιό ή γέρο,για να θερίσει τα κορμιά, ήρθε δεν ήρθε η ώρα. «Για στάσου λίγο, Θάνατε, να αποχαιρετήσω.Έχω γυναίκα και παιδιά, ανίψια και εγγόνια.Φίλους που με αγάπησαν, εχθρούς που με μισήσαν.Σε όλους κάτι τους...
Ένα πρόσωπο αγγελικό σκαμμένο από τα δάκρυα. Δυο χέρια που κρατούν όλο τον επίγειο κόσμο σε ένα σώμα. Σώμα νεκρό. Μια καρδιά κομματιασμένη από το άδικο, το ασύλληπτο, το καρτερικά απρόσμενο. Η ελπίδα θανατώθηκε βάναυσα. Τα μάτια της βαριά από το μαρτύριο να δει το παιδί της, τον Άνθρωπο που δεν έβλαψε κανέναν, να γίνεται...