Έλα, λοιπόν, να μιλήσουμε για αγάπη αληθινή.
Δεν είναι παραμύθι να ψάχνεις το ιδανικά τέλειο
που έχεις φανταστεί στα όνειρά σου.
Βράχος είναι που τον δέρνει η θάλασσα της σκληρής αλήθειας,
ώσπου να γίνει διαμάντι.
Αντέχεις την ανελέητη τριβή της αλμύρας πάνω στις πληγές σου,
καθώς αυτές επουλώνονται;
Θέλει κότσια η αγάπη, γερό στομάχι,
μα πάνω από όλα ακλόνητη καρδιά.
Δεν είναι μια αιθέρια ύπαρξη.
Είναι ένα σώμα καμωμένο από πολλές μικρές ατέλειες
που κουμπώνουν τέλεια στα δικά σου ψεγάδια.
Μια ψυχή γεμάτη πόνους, ανησυχίες κι ανασφάλειες
που σβήνει το δάκρυ της αδυναμίας της στη δική σου δύναμη.
Ένα μυαλό που όσο κι αν παρασύρεται από αυστηρούς ορθολογισμούς
που του υπαγορεύουν πως θα μπορούσε να βρει κάτι καλύτερο,
βρίσκει εν τέλει καταφύγιο στην καρδιά που πρωτογέννησε τον έρωτα στα μάτια.
Ποιός μπορεί να κρίνει το καλύτερο χωρίς συναίσθημα;
Ποιός μπορεί στ’ αλήθεια να δέσει σ’ ένα μάτσο όλα τα λάθη
και να τα προβάλλει σαν μπουκέτο από αγκάθια
μπροστά σε μια καρδιά που δεν έχει ξεχάσει τι και γιατί ερωτεύτηκε;
Θα σου πω κι ένα μυστικό.
Δε σκοτώνεται η αληθινή αγάπη.
Εσύ επιλέγεις να απομακρυνθείς από αυτήν.
Μα σαν με αόρατο ομφάλιο λώρο σε κρατά δεμένο μια ζωή.
Μια ζωή που ποτέ δε θα είναι ξανά ίδια,
μετά τη γέννηση σου από τη μήτρα της.
Μην πιστεύεις, λοιπόν, στην ιδανική όψη του έρωτα.
Αυτός πλανά για να σε διδάξει πως το εφήμερο δεν έχει σημασία
στο τέλος εκείνης της μοναδικής νύχτας.
Το ξημέρωμα μετρά.
Εκείνο που θα φέρει τη μέρα που θα νιώσεις ότι ζεις,
επειδή ένας άνθρωπος μετρά για σένα όσο εσύ γι’ αυτόν.
Ένας άνθρωπος που θα δει σ’ εσένα ακόμα κι αυτό
που εσύ αδυνατείς να αντικρίσεις στον καθρέφτη,
μα κάθε κύτταρό σου το εκπέμπει σαν βρίσκεσαι κοντά του.
Που θα επιτρέψει να συμβεί το αδύνατο.
Να γίνει ο χρόνος σύμμαχος του έρωτα κι όχι αντίπαλός του.
Αυτό είναι αληθινή αγάπη.
Κάθε φορά που η μπαλάντζα θα γέρνει
στη φθορά, την κούραση και την ανία,
μια λέξη κλειδί ν’ ανοίγει ξανά την καρδιά
για να πλημμυρίσει με αναμνήσεις.
Μνήμες που θα ζωγραφίζουν με τα ολοζώντανα χρώματα του δειλινού
την απάντηση στο αιώνιο “γιατί”.
Γιατί ήρθες, γιατί έμεινες, γιατί συνεχίζεις, γιατί αγαπάς.
Μαζί με τον ήλιο, θα γέρνεις κι εσύ στην αγκαλιά
που θα απαλύνει στοργικά τις πληγές σου
και θα κάνει τους φόβους σου να μοιάζουν
με παιχνιδίσματα σκιών μετά το ηλιοβασίλεμα.
Ύστερα, κάπου εκεί πριν τα μεσάνυχτα,
όταν η οικειότητα θα ανασαίνει μέσα από το ένα σώμα για χάρη του άλλου,
δε θα έχουν σημασία πια τα λάθη, οι αμφιβολίες κι οι τσακωμοί.
Μονάχα η επιλογή να γνωρίζεις πως η αληθινή αγάπη υπάρχει,
όσο υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν γι’ αυτήν.
Πρόθυμα, αβίαστα, αμοιβαία και ανιδιοτελώς.