Μια νεαρή κάμπια περπατούσε ανέμελη σε έναν ανθισμένο κήπο. Έτρωγε και λιαζόταν χωρίς να σκοτίζεται για τίποτα. Λίγο πιο πέρα, πάνω σε ένα όμορφο τριαντάφυλλο καθόταν μία μέλισσα. Μάζευε με επιμέλεια τη γύρη και εργατική όπως ήταν είδε την κάμπια και απόρησε με την ανεμελιά της.
«Καλημέρα» της είπε δειλά.
«Καλημέρα!» απάντησε η κάμπια μασουλώντας ένα μεγάλο καταπράσινο φύλλο.
«Βλέπω ότι απολαμβάνεις το γεύμα σου!».
«Ναι είναι πράγματι πολύ νόστιμο! Σωστή αμβροσία!».
«Και δε σε νοιάζει τίποτα άλλο σωστά;» είπε με νόημα η μέλισσα.
«Τι να με νοιάξει; Το φαγητό μου το έχω, τη δροσιά μου την έχω, νέα είμαι. Όλη η ζωή μπροστά μου!» απάντησε με σιγουριά η κάμπια.
«Δε σε απασχολεί καθόλου το μέλλον;».
«Το μέλλον γιατί; Μια κάμπια είμαι μόνο που ζει τη ζωή της! Τι θέλεις να πεις;».
«Να, ξέρω ότι εσείς οι κάμπιες μεταμορφώνεστε σε πεταλούδες και αναρωτιόμουν πώς αισθάνεσαι γι’ αυτήν τη μεταμόρφωση».
«Α πα πα πα πα! Τι ερωτήσεις είναι αυτές που κάνεις; Εγώ δε θα γίνω ποτέ πεταλούδα! Είναι πολύ δυστυχισμένο πλάσμα! Τρεμοπετάει εδώ κι εκεί συνέχεια και τρώει γύρη! Μπλιαχ! Σιχαίνομαι τη γύρη! Εγώ θα μείνω για πάντα κάμπια!» δήλωσε αυστηρά.
«Μα αν θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο είναι σαν να αρνείσαι τη φύση σου!!» είπε έκπληκτη η μέλισσα.
«Και ποιά είναι η φύση μου; Εκεί που κάθομαι όμορφα και ωραία, να πρέπει να ξεβολεύομαι για να αποκτήσω φτερά; Και τι να τα κάνω τα φτερά; Μια χαρά περπατάω! Άσε που έχω και κλειστοφοβία! Ακούω «κουκούλι» και τρέμω!» είπε κάνοντας μια χαρακτηριστική κίνηση τρεμουλιάσματος.
«Μα είναι τόσο όμορφο να πετάς! Μαθαίνεις πολλά και μπορείς να επισκεφτείς ένα σωρό κήπους! Το να αισθάνεσαι τον αέρα να κινεί τα φτερά σου είναι τόσο ωραίο! Νιώθεις ελεύθερα! Τα πάντα από ψηλά είναι πολύ πιο όμορφα! Στο λέω εκ πείρας!» είπε με ενθουσιασμό η μέλισσα.
«Α πα πα πα πα! Άσε με εδώ στην ησυχία μου! Φοβάμαι τα ύψη! Δεν μπορώ σου λέω!» απολογήθηκε η κάμπια.
«Μα και να θέλεις να μείνεις κάμπια, δεν μπορείς. Θα φτάσει η φάση της ζωής σου που θα σε αναγκάσει να γίνεις πεταλούδα. Αλλιώς θα πεθάνεις» προειδοποίησε απηυδυσμένη η μέλισσα.
«Φτου φτου φτου! Κουνήσου από τη θέση σου! Δηλαδή λες ότι ή θα γίνω πεταλούδα ή θα δω τα ραδίκια ανάποδα; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα! Α πα πα πα πα σου λέω! Τέλος! Εγώ θα μείνω εδώ και δεν πάω ούτε μπρος ούτε πίσω! Κι άμα θέλει κανείς ας με κουνήσει!» είπε η κάμπια αποφασισμένη.
Η μέλισσα κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί να την πείσει ότι κάποια στιγμή θα γίνει πεταλούδα. Ήξερε ότι ο φόβος της να αλλάξει ήταν πολύ ισχυρός και λυπόταν που όταν θα ερχόταν η ιερή αυτή στιγμή, θα πονούσε και θα στενοχωριόταν τόσο πολύ. Με τη σοφία που είχε αποκτήσει όμως, ήξερε ότι η φύση γνωρίζει πώς να εξελίσσει τα πλάσματα της. Παρηγορήθηκε, λοιπόν, με τη σκέψη ότι ήθελε δεν ήθελε η κάμπια, κάποια στιγμή η ζωή θα την ανάγκαζε να γίνει πεταλούδα, κι ας πονούσε. Σημασία είχε ότι θα γινόταν πεταλούδα. Άλλη μια πεταλούδα που θα ομόρφαινε τόσο τον πολύχρωμο αυτόν κήπο.