You are currently viewing Ο τεχνηλάτης

Ο τεχνηλάτης

Ήταν κάποτε ένας νέος που τις τέχνες αγαπούσε
μα στα χέρια ή το μυαλό του ούτε μία δεν κατείχε.
Ήξερε όμως να θαυμάζει το έργο κάθε καλλιτέχνη
και αντλούσε την αγάπη και την ομορφιά που έχει.
Κάποτε να βοηθήσει σκέφτηκε, όπως μπορεί
κι έτσι έψαξε ταλέντα σε κρυφές γωνιές να βρει.
Και ξετρύπωσε ζωγράφους, αοιδούς και μουσικούς,
ανακάλυψε γραφείς, γλύπτες μα και ηθοποιούς.
Και τους έπεισε πως έχουν θαύματα να μοιραστούν,
να εκφραστούν μέσα απ’ την τέχνη, όνειρα να καλλιτεχνούν.
Μόλις άρχισαν εκείνοι τέχνες να δημιουργούν,
πλάι καθόταν και χαιρόταν, θάρρος έδινε να ζουν.
Τίποτα δεν τους ζητούσε, κίνητρο μοναδικό
να αφήνουν την ψυχή τους να υψωθεί ως το Θεό.
Τότε ένας συγγραφέας που καιρό παρατηρούσε,
τον κοιτούσε να σωπαίνει και συνέχεια απορούσε:
«Αυτή η αγάπη για τις τέχνες από που βρίσκει ορμή;
Πού ‘χει ο άνθρωπος τον χώρο μέσα που η τέχνη κατοικεί;»
«Στην καρδιά του είναι κρυμμένος!» του είπε ένας αοιδός
«Μονάχα αυτή θε να διακρίνει το σκοτάδι από το Φως!»
«Άρα ο άνθρωπος που έχει Φως μονάχα, στην καρδιά
δεν μπορεί να μην κατέχει απ’ τις τέχνες μας καμιά!
Μένει μόνο να το βρούμε, να βοηθήσουμε κι εμείς
‘κείνον που τόσο αγαπά τις τέχνες σαν μικρό παιδί.»
Και μικρό παιδί του ‘στείλαν, όχι στο σώμα, στην ψυχή,
απ’ όλους τους καλλιτέχνες, αυτόν που γράφει μουσική.
Ο μουσικός τον πλησιάζει κι όλο αφέλεια τον ρωτά,
απ’ τις τέχνες ποια απ’ όλες του μιλά μες στην καρδιά.
«Τέχνη μου είναι να βρίσκω πού η καρδιά βάζει το φως,
πότε ένα έργο κρύβει αγάπη που την έστειλε ο Θεός.
Καλλιτέχνη δε σε κάνει το μυαλό μα η καρδιά,
γι’ αυτό το έργο σου να έχει τεχνική μα κι ανθρωπιά.»
Τότε όλοι οι καλλιτέχνες μονομιάς το συμφωνήσαν
«τεχνηλάτη» τον φώναξαν και την τέχνη του ύμνησαν.
Εργαλεία αυτή δεν έχει μα γεμίζει τη ζωή,
είναι η τέχνη της αγάπης από όλες πιο αγνή.