You are currently viewing Το ουράνιο τόξο

Το ουράνιο τόξο

Μετάνιωσε η άνοιξη σαν έλειψαν οι ανθρώποι.
Θέλησε να παραιτηθεί στην έρμη μοναξιά της.
Μα άκουσε το φθινόπωρο το βροχερό της κλάμα
Κι απ’ τα δεινά της σκέφτηκε να την ελευθερώσει.
«Όσο λυπούνται οι άνθρωποι στη θέση σου θα μείνω.
Μα όταν θα στάξουν οι καρδιές ξανά γλυκό το μέλι,
θα τρέξω σαν τον άνεμο γοργά να σε φωνάξω.
Για δε νοείται να φτιαχτεί μαγιάτικο στεφάνι
δίχως εσέ να τριγυρνάς με την καλοκαιριά σου,
να προϋπαντήσεις χαρωπά το ολόθερμο το θέρος».
Δάκρυσε πάλι η άνοιξη εμπρός στην καλοσύνη
Κι αμέσως αποκρίθηκε πως δε θ’ αποχωρήσει
«Μ’ έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, δεν τους εγκαταλείπω.
Μονάχα κράτα με γερά τα δάκρυα να στεγνώσω.
Στ’ άνθη μου με χαμόγελο του ήλιου να γυρίσω.
Σαν την ελπίδα ευαίσθητη, είμαι μα δεν πεθαίνω,
Σε μέρες ομορφότερες σκυτάλη εγώ πριν δώσω».
Τότε στα ουράνια φάνηκε δειλά χρωματισμένο
Το τόξο που η άνοιξη είχε για μόνο όπλο
Του ανθρώπου την απελπισιά με τούτο να σκοτώνει
Και να τον κάνει τη ματιά ψηλά να ορθώνει πάλι.
Κι αν για το βέλος του έρωτα κατάστηθα είναι ο στόχος
Μες την ψυχή, της άνοιξης, βγαίνει το ουράνιο τόξο.