Τύχη και μοίρα. Δύο έννοιες συχνά και για πολλούς αντικρουόμενες. Όσοι πιστεύουν στη μία συνήθως υποτιμούν την άλλη. Ας δούμε όμως, μήπως υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή. Εκείνη που θεωρεί πως τύχη είναι η μοίρα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος. Υπό αυτό το πρίσμα, θα εξετάσουμε την περίπτωση που τα φαινομενικά αντίθετα καταλήγουν να φέρονται ως ταυτόσημα.
Ο νόμος των πιθανοτήτων, όπως είναι γνωστό, εξετάζει τα ενδεχόμενα που μπορεί να συμβούν σε μια δεδομένη κατάσταση, ενώ η επιστήμη της στατιστικής μελετά την εφαρμογή του νόμου στην πράξη μετά από επανάληψη των γεγονότων.
Στην καθημερινότητα, θα λέγαμε πως οι άνθρωποι που πιστεύουν στις συμπτώσεις και στην τυχαιότητα κάποιων γεγονότων στη ζωή τους, επιλέγουν να τα αντιλαμβάνονται ως ενδεχόμενα που ήταν πιθανά και τελικά συνέβησαν. Εστιάζουν στο πώς θα τα διαχειριστούν, χωρίς να ψάχνουν να απαντήσουν στο γιατί έγινε κάτι με αυτόν τον τρόπο κι όχι με τον άλλον. Γι’ αυτούς, απλά έτυχε.
Από την άλλη, οι “μοιρολάτρες”, όπως συχνά χαρακτηρίζονται εκείνοι που πιστεύουν και μάλιστα αφήνονται στη μοίρα τους, έχουν εκ προοιμίου απαντήσει στην ερώτηση με το “αυτή είναι η μοίρα μου” ή “έτσι τα έφερε η μοίρα”. Εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός “κακομοίρης” για κάποιον ο οποίος έχει δεχτεί “πολλά χτυπήματα της μοίρας”. Η ιδέα διαφυγής από τα δίχτυα της είναι σχεδόν αδιανόητη, υποτιμώντας με αυτόν τον τρόπο την κατά τα άλλα πολύτιμη ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Στη ζωή όμως, όπως και στη φύση, υπάρχει κι ένας όρος ο οποίος αποτελεί τη χρυσή τομή όλων των αντιθέσεων. Η ισοδυναμία. Όσες “κακοτυχίες” κι αν περάσει ένας άνθρωπος, θα έρθει η στιγμή που “η μοίρα θα του χαμογελάσει” και “θα γυρίσει ο τροχός της τύχης του”. Κατ’ αντιστοιχία, όποιος έχει ζήσει μια άνετη ζωή, θα έρθει η στιγμή να γευτεί μεγάλες δοκιμασίες.
Η ισοδυναμία εμπεριέχει την έννοια της ισορροπίας και του μέτρου. Εκείνο το μέτρο που καλό θα ήταν να διέπει και τα πιστεύω, αλλά και τη γενικότερη θεώρησή μας για τον κόσμο γύρω μας.
Με αυτήν την οπτική, φτάνουμε στην τρίτη εκδοχή που αποτελεί και την εξισορρόπηση των δυο θεωρήσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιστρέφοντας στον νόμο των πιθανοτήτων και τη στατιστική, θα διαπιστώσουμε πως η έννοια της τυχαιότητας αφορά τη διαδικασία με την οποία φτάνουμε στο συμβάν και όχι το ίδιο το αποτέλεσμα.
Είναι η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την πεπερασμένη ικανότητα του ανθρώπου να φτάσει σε κάποιο επίπεδο γνώσης του κόσμου, που τον οδηγεί στο να καταλήξει και εν τέλει να πιστέψει στην ύπαρξη της τύχης. Πολύ απλά διότι δεν μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τον μηχανισμό, αλλά και την αιτία των συμπτώσεων και των τυχαίων συμβάντων.
Το μόνο στοιχείο κατανόησης που έχει στα χέρια του είναι η γνώση πως οι συνθήκες που επικρατούν τη στιγμή που συμβαίνει κάτι επηρεάζουν κατά πολύ την έκβασή του. Εκεί αποδίδεται πολλές φορές και το κακό ή καλό “timing”, ελληνιστί συγχρονισμός.
Ο τρόπος που οι συνθήκες επεμβαίνουν στο αποτέλεσμα ενός γεγονότος είναι μέσω της επιρροής που ασκούν στον ίδιο τον άνθρωπο, ως προς τις επιλογές και τις πράξεις του. Διαφορετικές επιλογές οδηγούν σε διαφορετικές καταλήξεις και ανάλογες πράξεις έλκουν τις αντίστοιχες συνέπειες.
Η διαχείριση, λοιπόν, των εκάστοτε συνθηκών από τον άνθρωπο είναι το δικό του μερίδιο στο παιχνίδι της μοίρας και συχνά βαφτίζεται τύχη. Συν Αθηνά και χείρα κίνει, με τις κλίσεις μας να ενεργοποιούν τους αντίστοιχους νόμους του σύμπαντος κόσμου.
Με απλά λόγια, εμείς καθορίζουμε το τι η μοίρα θα φέρει στο δρόμο μας. Ό,τι δεν αντιλαμβανόμαστε το βαφτίζουμε τυχαίο, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε εμείς που το έχουμε ζητήσει μέσα απ’ τις αποφάσεις μας. Όταν δε, η δική μας μοίρα εμπλέκεται αναπόφευκτα με εκείνη των γύρω μας, ένα μυστηριώδες γαϊτανάκι συμπτώσεων εμφανίζεται, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν ακόμα πιο ανεξήγητα.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως η μοίρα είναι ένας άριστα προγραμματισμένος υπολογιστής που εκτελεί τις εντολές που εσύ του δίνεις. Η δε τύχη, μια γλώσσα προγραμματισμού που μιλά άλλοτε το μυαλό, άλλοτε η καρδιά κι άλλοτε η ψυχή. Οι δυο μαζί σχηματίζουν ένα οργανωμένο χάος ακολουθιών και αλγορίθμων που δε θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε, αφού ούτως ή άλλως το νόημα είναι να το ζήσουμε.