Σε μια θάλασσα από ανθρώπους
λογιών λογιών κεφάλια ξεχωρίζουν.
Κάποια συζητούν,
κάποια μάχονται εγωιστικά,
άλλα αντιτίθενται δήθεν πολιτισμένα.
Κάτω από την επιφάνεια, οι καρδιές μιλούν.
Χτυπούν γρήγορα, εύθυμα, θλιμμένα, βαριά.
Μα κανείς δεν ακούει.
Η φωνή τους δε φτάνει ως έξω.
Το νερό τη σκεπάζει.
Τα κεφάλια συνεχίζουν να φλυαρούν,
μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει στο βυθό των άλλων
κι ας μοιράζονται όλοι την ίδια θάλασσα.
Λίγο πιο πέρα μια παρέα παιδιών κολυμπά ανάσκελα.
Οι νεανικές καρδιές τους ακούγονται μελωδικά
μέσα στις παράταιρες φωνές των εγκεφάλων.
Τα κεφάλια γυρίζουν προς το μέρος τους.
Βιάζονται να κρίνουν την ωριμότητα
και την ευσέβειά τους.
“Επιπόλαιη και απερίσκεπτη η νεότητα”.
Η παρέα βουτά το σώμα στη θάλασσα και πλησιάζει.
Μα δεν είναι παιδιά…
Μικρές ρυτιδιασμένες γραμμές
αυλακώνουν τα πρόσωπά τους.
Αποτυπώσεις πόνου και μόχθου
στα καθαρά τους μάτια.
Τα κεφάλια είχαν αποδώσει τη νεότητα στο μυαλό,
θαρρείς κι είναι προνόμιο των αριθμών
να φέρνουν το γήρας.
Η μελωδία της καρδιάς τους ακουγόταν ακόμα.
Υπόκωφα και διακριτικά.
Ξεχώριζε μέσα στην οχλαγωγία των κενών λέξεων.
Μια μελωδία από παιδιά.
Τα “παιδιά” που δε φοβήθηκαν
ν’ ακούσουν και ν’ ακουστούν.
Σκέφτηκαν κι ένιωσαν μαζί.
Τα παιδιά που διέφεραν
και θα διαφέρουν πάντα.