Ευερέθιστες οι δυσκολίες.
Σαν σύννεφα καραδοκούν να σε μουσκέψουν
με το ηδονικό υγρό τους.
Απρόσμενα.
Σταγόνες από σίδερο πληγιάζουν το δέρμα σου
και θραύσματά τους εισχωρούν στο αίμα.
Μολυσμένο από τη θλίψη μεταφέρει το μήνυμα
από την καρδιά στο μυαλό κι αντίστροφα,
σαν άχαρος αγγελιοφόρος θανάτου.
Πώς να σταθείς με το μαύρο μίασμα
να κυκλοφορεί παντού μέσα σου;
Να καταπνίγει αισθήσεις, σκέψεις κι αισθήματα
σαν λεπτό στρώμα άκαμπτου πάγου
που κράτα βίαια το δροσερό νερό από κάτω του.
Οι αναμνήσεις, χείμαρρος που ξυπνά
κι ενσωματώνει τη νεοφερμένη λύπη.
Κοιτάς και θυμάσαι ένα γαϊτανάκι άσχημων στιγμών
που τις ενώνει μια κοινή μοίρα, λες.
Αγγίζεις παντού έναν ιστό πλεγμένο από δυσαρέσκεια
και γεύεσαι την πικρία σαν καταραμένο μαντζούνι.
Η παρεξήγηση φωλιάζει σε ό, τι ακούς και επωάζει
προσβολές και παρανοήσεις σε κάθε σου σκέψη.
Η όσφρηση νεκρώνεται.
Δε σε προειδοποιεί για τίποτα πια.
Μα μήπως κι οι άλλες αισθήσεις δουλεύουν;
Καθαρότητα θέλουν για να λειτουργήσουν.
Μα που να τη βρουν με τέτοια συννεφιά;
Η επιλογή είναι το μόνο όπλο που έχει ο άνθρωπος
σε τούτη τη ζήση.
Ή θα παραδοθείς και θα το στρέψεις πάνω σου
ή θα σταθείς όρθιος και θα παλέψεις.
Η πρόσκαιρη αμφιταλάντευσή σου ανάμεσά τους
μη σε τρομάζει.
Το καταστάλαγμα μετρά.
Στα σύννεφα των δυσκολιών να μη μείνεις ένα με τη βροχή.
Να γίνεις ουρανός που στέκει πιο ψηλά κι απ’ το ακατόρθωτο.
«Μα πώς εγώ ο αδύναμος να φτάσω τέτοια ύψη;» θα μου πεις.
Μέσα από την άβυσσο αποκαλύπτεται
το μεγαλείο του παραδείσου.
Άλλωστε, για μιαν υπέρβαση ζούμε.