Το κορίτσι κι η σκακιέρα

Ήταν κάποτε ένα μικρό κορίτσι. Χορός και ζωή ήταν ένα για εκείνη. Το βλέμμα της άνοιξης στα μάτια της, αγνό και καθαρό. Ήθελε μόνο να χορεύει. Αυτή ήταν η ειλικρίνεια της καρδιάς της. Οι άνθρωποι πολλές φορές δεν την καταλάβαιναν, μα δεν το έβαζε κάτω. Εκείνη είχε για προστασία την αγκαλιά της μουσικής στο σώμα της όταν γίνονταν ένα.

Σε κάθε άνθρωπο που συναντούσε στη ζωή της έδινε κι ένα χρώμα. Σε άλλους χρώματα λουλουδιών, σε άλλους στοιχείων της φύσης. Η μητέρα της, για παράδειγμα, είχε το χρώμα του κοραλλιού, ο πατέρας της το πράσινο του σμαραγδιού κι ο μεγάλος αδερφός της το μπλε της βαθιάς θάλασσας. Λάτρευε τη φύση και μάθαινε από αυτήν. Ξεσήκωνε τις κινήσεις των δέντρων, των ποταμών και τις ενσωμάτωνε στο χορό της. Της άρεσαν πολλά χρώματα, αλλά δε μπορούσε να αποφασίσει ποιο χρώμα ήταν το δικό της. Είχε ψάξει πολύ, αλλά μάταια, ώσπου άφησε τη ζωή να διαλέξει χρώμα για εκείνη.

Κάποτε, έκανε αίτηση για να κερδίσει υποτροφία για φοίτηση σε μια σχολή χορού. Εκείνη την ημέρα θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα. Η αγωνία της ήταν τόσο μεγάλη που ένιωθε πως οι χτύποι της καρδιάς της θα μπορούσαν άνετα να δώσουν το ρυθμό για χορογραφία. Μόλις μπήκε στο κτίριο, κατευθύνθηκε προς την αίθουσα αναμονής. Η πόρτα ανοιγόκλεινε συνεχώς και πολύς κόσμος βρισκόταν εκεί λόγω της ημέρας.

Η αίθουσα αναμονής ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος που δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον πέρα από το ασπρόμαυρο πάτωμα σε σχέδιο σκακιέρας. Το κορίτσι έμεινε να το παρατηρεί. Όσο κι αν λάτρευε τα χρώματα, αυτός ο μονότονος καμβάς την προσέλκυε, όπως έναν αστροφυσικό η ανακάλυψη ενός νέου πλανήτη. Ο παλμός της επιτάχυνε, κάνοντας το δέρμα στο πλάι του λαιμού της να ταλαντώνεται σαν μεμβράνη κρουστού οργάνου. 

Έγειρε το κεφάλι και το δεξί της πόδι, όμοιο με πινέλο ζωγράφου που ετοιμάζεται για την παρθενική πινελιά του, άγγιξε ένα λευκό πλακάκι. Με μια πιρουέτα, στριφογύρισε με χάρη το κορμί της. Το τεντωμένο πέλμα της πήρε λίγο μαύρο κι έπειτα ξανά λίγο λευκό και μ’ ένα απότομο τίναγμα σκόρπισε με τη φαντασία της μια βροχή από γκρίζο. Συνέχισε να ακροβατεί πάνω στην ασπρόμαυρη παλέτα της, πότε αργά, με ακρίβεια και πότε δυναμικά και παθιασμένα, δίνοντας μορφή στον πίνακα που είχε στο μυαλό της. 

Με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο και το λευκό κορμάκι χορού που φαινόταν πάνω από το αέρινο μαύρο παντελόνι της, έμοιαζε με ασπρόμαυρο κύκνο που λικνιζόταν στο ρυθμό μιας ανύπαρκτης μουσικής συμφωνίας και καθρεφτιζόταν σ’έναν αόρατο καμβά, εμπρός στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκομένων. 

Όταν σταμάτησε, με την ένταση να πάλλει ακόμη τα κύτταρα της και το συναίσθημα να αναβλύζει από τις εκφράσεις του προσώπου της, ένιωθε πληρότητα. Μόνο έτσι θα μπορούσε να το περιγράψει. Κοίταξε τον κόσμο γύρω της. Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Χαμογέλασε. Σκέφτηκε ότι κατάφερε να τους χρωματίσει με τον χορό της. Το έβλεπε στα πρόσωπα τους.

Μέσα σε αυτήν την αίθουσα με το ασπρόμαυρο πάτωμα, τα χρώματα που εκείνη έβλεπε είχαν μοιραστεί στα μάτια τους. Ανάμεσα τους ήταν κι οι καθηγητές που θα ανακοίνωναν τα αποτελέσματα. Δεν είχε πετύχει την υποτροφία με την αίτηση της. Την κέρδισε όμως με τον χορό της. Ήταν η καλύτερη παρτίδα σκάκι που παίχτηκε ποτέ από έναν μόνο παίκτη.

Από εκείνη την ημέρα, τα όνειρα της άρχισαν να χρωματίζουν τον καμβά της ζωής της. Τότε ήταν που κατάλαβε πως οι άνθρωποι που ταξιδεύουν μέσα στην τέχνη δε μπορούν να περιοριστούν σε ένα χρώμα. Όχι γιατί είναι καλύτεροι από τους άλλους. Αλλά επειδή μοιάζουν με το νερό. Παίρνουν το χρώμα που τους δίνει ο ουρανός της τέχνης τους για να ξεδιψούν τις ψυχές των άλλων ανθρώπων.

Δε θα ξεχνούσε ποτέ το χάρισμα που της αποκαλύφθηκε εκείνη την ημέρα, σε μια αίθουσα αναμονής με ασπρόμαυρο πάτωμα.

Related Posts

Leave a Reply