Από παιδί σιχαινόμουν τον Σεπτέμβρη. Σήμαινε το τέλος της ξεγνοιασιάς και του ατέλειωτου παιχνιδιού, του ανέμελου ξυπνήματος στις 12 το μεσημέρι μετά από αθώα ξενύχτια, του μεσημεριανού νανουρίσματος από το τραγούδι των τζιτζικιών, των υπέροχων καλοκαιρινών φρούτων που λέρωναν τα αχόρταγα κι ενθουσιασμένα παιδικά μουτράκια μας. Πάνω από όλα, όμως, σήμαινε το τέλος της θάλασσας. Το παιδικό μου μυαλό τον είχε πλάσει σαν έναν δαιμονικό αόρατο γίγαντα που μισούσε τα παιδιά και τρεφόταν με τη χαρά τους. Ίσως να το είχα μεγαλοποιήσει, επειδή, ως παιδί καθηγητών, ζούσα το άνοιγμα των σχολείων δυο φορές. Μια στο δικό μου και μια στο φροντιστήριο των γονιών μου. Εγγραφές, κόσμος, παιδάκια που έρχονταν δειλά να ξεκινήσουν μαθήματα, ανυποψίαστα για το τι τους περιμένει. Γονείς λογιών λογιών. Υπερπροστατευτικοί, αδιάφοροι, πιεστικοί, ευγενικοί, απαιτητικοί. Κι εγώ στα παρασκήνια, τα παρατηρούσα όλα πίσω από μια αόρατη κουρτίνα. Ο Σεπτέμβρης με δίδασκε ετησίως – τόσο επίμονα και βασανιστικά – πως δε θα είναι πάντα καλοκαίρι στη ζωή.
Μεγαλώνοντας, ξεκίνησα να διδάσκω, μπαίνοντας η ίδια στη θέση των γονιών μου. Ο Σεπτέμβρης έγινε μήνας άγχους και προετοιμασιών. Διεκπεραιωτικός κι αδυσώπητος. Έκανα αγωνιώδεις προσπάθειες για να μετριάσω τη στυγνή αυτή αίσθηση με δημιουργικότητα και μεράκι. Ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσω σ’ ένα ξένο πέλαγος. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν έναν μοναδικό τρόπο να σε αφομοιώνουν και να περιορίζουν την ανεξαρτησία σου. Όποια ελπίδα τρέφεις να ξεφύγεις, να κάνεις κάτι δικό σου, πνίγεται στα σπάργανα από την ηράκλεια δύναμη της κληρονομιάς που καλείσαι να συντηρήσεις. Ο Σεπτέμβρης, σαν επιβλητικός δάσκαλος, με κοιτούσε και πάλι με το αυστηρό του βλέμμα. Είχε κερδίσει άλλωστε στο να ορίζει τη ζωή μου και δεν έκανα τίποτα για να τον σταματήσω. Η ζωή το έκανε για μένα.
Πέρασαν 7 χρόνια απ’ όταν έκατσα στην έδρα για τελευταία φορά. Αυτά τα 7 χρόνια η ζωή μου έγινε άνω κάτω. Γύρω μου και μέσα μου τα πιο ευχάριστα μάχονταν με τα πιο δυσάρεστα για να με κρατήσουν ζωντανή. Πάλευα με θεούς και δαίμονες απλώς και μόνο για να επιζήσω. Οι μήνες δεν είχαν πια καμία σημασία. Οι εποχές περνούσαν σέρνοντας η μία την άλλη για να ωθήσουν τη ζωή να κυλήσει από υποχρέωση. Ακόμα κι ο Σεπτέμβρης με κοιτούσε μελαγχολικά κι αναπολούσε τις στιγμές της δόξας του. Δεν είχα πια το κουράγιο ν’ ασχοληθώ μαζί του.
Στη δύση αυτών των 7 ετών, παρουσιάστηκε η ευκαιρία να διδάξω ξανά. Ο Σεπτέμβρης δε με είχε ξεχάσει κι ας τον απέφευγα τόσα χρόνια. Ήταν επίπονο ν’ ασχοληθώ ξανά με τα μαθήματα, για πολλούς προσωπικούς λόγους. Μα είχα διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση από τότε. Σκέφτηκα πως ίσως είναι καιρός πια να γυρίσω στη βάση που τόσο πάλεψα να γκρεμίσω. Ίσως ήταν η ευκαιρία να τη χτίσω με τα δικά μου δεδομένα.
Και ξημερώνει Σεπτέμβρης. Ξύπνησα από έναν εκκωφαντικό θόρυβο ακριβώς δίπλα μου. Ο καθρέφτης που κρεμόταν στον τοίχο είχε ξεκολλήσει από το ξύλινο πλαίσιό του, είχε πέσει στο πάτωμα, δίπλα ακριβώς από εκεί που κοιμόμουν κι είχε γίνει θρύψαλα. Πανικοβλήθηκα. Πρώτη κίνηση, να τσεκάρω το παιδί που κοιμόταν δίπλα μου. Όλα καλά. Χιλιάδες δεισιδαιμονίες άρχισαν να με κυκλώνουν απειλητικά. 7 χρόνια γρουσουζιάς λένε κι άλλα τόσα. Ο Σεπτέμβρης με εκδικούνταν άραγε για την αντιπάθεια που του έτρεφα από μικρή; Έπλυνα το πρόσωπο μου για να διώξω τις σκέψεις. Και τότε, μαζί με το νερό, κύλησε κι ο φόβος μου καθαρίζοντας το τοπίο του μυαλού μου. Το παιδί κι εγώ ήμασταν ασφαλείς. Καμιά μας δεν είχε χτυπήσει. Αυτό ήταν αρκετό για να με καθησυχάσει.
Ύστερα ήρθε η συνειδητοποίηση. Απ’ όταν πήρα την απόφαση να ξαναδιδάξω, ένιωθα ένα περίεργο ξαλάφρωμα. Σαν κάτι να είχε τελειώσει. Είχα καταφέρει ν’ αποσυνδέσω το επάγγελμα απ’ ό,τι αυτό σήμαινε για μένα. Ήμουν ελεύθερη από το παρελθόν. Δεν έγινε ξαφνικά. Χρειάστηκε χρόνο και κόπο. Όμως το διαπίστωνα μόλις τώρα. Από έναν καθρέφτη που έπεσε. Από ένα κακό που ξορκίστηκε.
Ο Σεπτέμβρης για πρώτη φορά μου χαμογελά κι είμαι σε θέση να του ανταποδώσω το χαμόγελο. Μένει μόνο να καθαρίσω τα κομμάτια γυαλιού που είναι ακόμα πεσμένα στο πάτωμα. Ν’ αποτελειώσω ό, τι με στοιχειώνει. Να το κλείσω σφιχτά σε μια σακούλα και να το πετάξω εκεί που ανήκει. Στα σκουπίδια. Αυτή τη φορά, θα είμαι εγώ που θα ορίσω τη μοίρα του Σεπτέμβρη.