Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν τρεις σοφοί συγγραφείς. Ήταν φίλοι αγαπημένοι και μαζεύονταν συχνά, πότε στο σπίτι του ενός, πότε στου άλλου και έγραφαν. Είχαν γράψει τόσα πολλά που είχαν γεμίσει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με τα βιβλία τους! Πότε έγραφαν αστυνομικές περιπέτειες, πότε ιστορικά κείμενα και βιογραφίες, πότε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Άλλοτε πάλι έγραφαν...
Κάθε που φυσά άνεμος εκεί γυρνώ σ’ άδεια κύματα πάντα ταξιδεύω. Έχω για πατρίδα μία τόση δα πλανόδια καρδιά. Σφαίρα από γυαλί με γυρνά στο παρελθόνμοίρα στοργική σ’ αγκαλιά γυρεύω. Έχω για πατρίδα μία τόση δα πλανόδια καρδιά. Ρίζες που πατούν σ’ ένα έδαφος ρηχό μόλις απλωθούν να κοπούν παλεύω. Έχω για πατρίδα μία τόση...
«Δεν είμαι δικός σου πια» είπε κι απομακρύνθηκε από τον Δυνάστη. Αυτό ήταν! Είχε κάνει την επανάστασή του. Όλοι τον θαύμασαν για το κουράγιο και την αποφασιστικότητα του. Και η έκφραση του έμεινε στην ιστορία. «Δεν είμαι δικός σου πια. Δεν είμαι δικός σου πια… δικός σου πια… δικός σου πια… σου πια… σου πια…...
Σ’ ένα ψηλό μοναχικό βουνό κάπου στις πεδιάδες της μοναξιάς, ζούσε ένας όμορφος γίγαντας. Ήταν γενναίος και άφοβος και τίποτα δεν σκίαζε το καθαρό μυαλό του. Είχε φίλους κι άλλους γίγαντες που ζούσαν στα τριγύρω βουνά και συχνά μαζεύονταν, συζητούσαν και γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς. Σε κανέναν όμως δεν είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το μεγάλο...
Επάνω από μια λίμνη με ήρεμα νεράΜία δροσοσταλίδα κυλά στη φυλλωσιάΤου δένδρου που στεκόταν σαν παλικάρι ορθόΚι αχνά καθρεφτιζόταν στο ήρεμο νερό. «Πού πας κι απομακρύνεσαι απ’ τα κλαδιά τα ίσια;Εγώ δε σε προφύλαξα απ’ της βροχής τη λύσσα;»«Στη λίμνη πάω τ’ αδέρφια μου τ’ άλλα για να τα βρωΠου κολυμπούν στον όμορφο και μαγικό...
Κάθισα αντίκρυ σου και χάθηκα στα γαλαζοπράσινα νερά σου, αύρα σου ο κάλος μου λογισμός που με παίρνει μακριά. Θάλασσα γαλάζια μάνα μου σ’ όποια αν βρέθηκα στεριά νιώθω μόνο στην αγκάλη σου μια εγκλωβισμένη ελευθεριά. Θύελλες πια δε με φοβίζουνε ξέρω το τιμόνι να κρατάω. Λεύτερος γίνεται μονάχα αυτός που δε νιώθει σκλαβιά.
Τα μάτια σου δε με κοιτούν όπως άλλοτε, μονάχα αδιαφορία αντικρίζω. Μέσα σ’ αυτό το βλέμμα που είναι από γυαλί, τη μοναξιά μου πάλι καθρεφτίζω. Τα σπίτια μας δεν είναι δίπλα όπως κάποτε, που σου ζητούσα να βγεις έξω να σε δω. “Τα κέρατα στα κεραμίδια”, το τσιμέντο στην αυλή, σε ‘κλείσαν μέσα σ’ ένα...
Κάνε την ψυχή σου πλοίο μες τη χώρα των ονείρων για να φτάσεις ασφαλής. Κάνε το κορμί σου αλμύρα στων παθών σου την πλημμύρα να μη μείνεις αδρανής. Το ταξίδι είναι μεγάλο στους ωκεανούς της γης πότε αεράκι θα φυσάει πότε θα λυσσομανάει κι άντε τράβα το κουπί. Όταν έρθει η νηνεμία λίγο θα ξεκουραστείς...
Στων Φαιάκων το νησί ταξιδεύει άγρυπνο πουλί. Μήνυμα φέρνει από τη θεά πως τελειώνουν πια τα βάσανα. Τώρα έφτασε ο καιρός για να γίνει απολογισμός. Ποια ήταν της ζωής παθήματα για να γίνουν πια μαθήματα. Αχ Θιάκι πως βαστώ λίγο αν μένει μόνο πάνω στο έδαφός σου να ξαναβρεθώ ποσό σκοτεινή φαίνεται η νύχτα μία...
Η πόρτα μισάνοιχτηΗ ανάσα ελαφριά κι ο παλμός αδύναμος.Ησυχία.Κανένας θόρυβος, κανένας χτύπος.Θαρρώ πως όλα είναι εντάξει.Σε τάξη και με απόλυτη ασφάλεια.Πλάι μου ένα ποτήρι νερόΞεχασμένο και μισογεμάτοΑφήνω το χέρι μου αγγίξει το ποτήριΚαι κλείνω τα μάτια.Ο Μορφέας αποκαλύπτει τις μαγικές του δυνάμειςΚαι τ’ όνειρο με παρασύρει.Πλανιέμαι σ’ άλλους γαλαξίες.Περπατώ σε ουράνιους δρόμους.Μ’ άγνωστο προορισμό.Μόνη.Στην πορεία...