Μια νεαρή κάμπια περπατούσε ανέμελη σε έναν ανθισμένο κήπο. Έτρωγε και λιαζόταν χωρίς να σκοτίζεται για τίποτα. Λίγο πιο πέρα, πάνω σε ένα όμορφο τριαντάφυλλο καθόταν μία μέλισσα. Μάζευε με επιμέλεια τη γύρη και εργατική όπως ήταν είδε την κάμπια και απόρησε με την ανεμελιά της. «Καλημέρα» της είπε δειλά.«Καλημέρα!» απάντησε η κάμπια μασουλώντας ένα...
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν τρεις σοφοί συγγραφείς. Ήταν φίλοι αγαπημένοι και μαζεύονταν συχνά, πότε στο σπίτι του ενός, πότε στου άλλου και έγραφαν. Είχαν γράψει τόσα πολλά που είχαν γεμίσει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με τα βιβλία τους! Πότε έγραφαν αστυνομικές περιπέτειες, πότε ιστορικά κείμενα και βιογραφίες, πότε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Άλλοτε πάλι έγραφαν...
«Δεν είμαι δικός σου πια» είπε κι απομακρύνθηκε από τον Δυνάστη. Αυτό ήταν! Είχε κάνει την επανάστασή του. Όλοι τον θαύμασαν για το κουράγιο και την αποφασιστικότητα του. Και η έκφραση του έμεινε στην ιστορία. «Δεν είμαι δικός σου πια. Δεν είμαι δικός σου πια… δικός σου πια… δικός σου πια… σου πια… σου πια…...
Σ’ ένα ψηλό μοναχικό βουνό κάπου στις πεδιάδες της μοναξιάς, ζούσε ένας όμορφος γίγαντας. Ήταν γενναίος και άφοβος και τίποτα δεν σκίαζε το καθαρό μυαλό του. Είχε φίλους κι άλλους γίγαντες που ζούσαν στα τριγύρω βουνά και συχνά μαζεύονταν, συζητούσαν και γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς. Σε κανέναν όμως δεν είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το μεγάλο...
Επάνω από μια λίμνη με ήρεμα νεράΜία δροσοσταλίδα κυλά στη φυλλωσιάΤου δένδρου που στεκόταν σαν παλικάρι ορθόΚι αχνά καθρεφτιζόταν στο ήρεμο νερό. «Πού πας κι απομακρύνεσαι απ’ τα κλαδιά τα ίσια;Εγώ δε σε προφύλαξα απ’ της βροχής τη λύσσα;»«Στη λίμνη πάω τ’ αδέρφια μου τ’ άλλα για να τα βρωΠου κολυμπούν στον όμορφο και μαγικό...
Ω Μούσα εσύ,προστάτιδα της Μουσικής κι ιέρειαβοήθησε με, εμέ το δούλο της τον ταπεινότο βίο της επάξια, λιτά να εξιστορήσω.Ήταν παλιά, πολύ παλιά τότε που εκείνη ζούσεκόρη σαν άνθος λεμονιάς κι αγνή ήταν σαν κρίνοςέπαιζε με τα χρώματα και σιγοτραγουδούσε.Σιγόλεγε ήχους γλυκούς, Νότες αποκαλούντανκι ήτανε φίλες της καλές και στοργικές σαν κόρες.Μια μέρα καθώς γύρναγε...
Κάτω στους πρόποδες ενός ψηλού βουνούεκάλπαζε ένας ίππος θαρραλέα.Ζούσε μονάχος σ’ ένα στάβλο του αγρούκαι απολάμβανε ημέρα την ημέρα.Από πεδιάδα σε πεδιάδα τράβαγεμε υπερηφάνεια κάποιον μήπως συναντήσει.Βλέπετε έψαχνε να βρει ο λογικόςμέσα στα άλογα κάποιον να νουθετήσει.Σε μια φάρμα εκεί, μακριά στην εξοχήβλέπει ένα χοίρο που έτρωγε και έπινε.Είχε στη ζωή, αξία το φαΐκι έτσι...