Περνώντας από τον διάδρομο κοίταξε επίμονα τον καθρέφτη.
«Πάλι εσύ εδώ; Τόσα χρόνια δε βαρέθηκες στο ίδιο μέρος;»
«Εσύ με φωνάζεις κάθε φορά.»
«Κι αν έλειπες μια μέρα δε θα χανόταν κι ο κόσμος.»
«Ο δικός σου ναι.»
«Εσύ είσαι ο κόσμος μου; Ας γελάσω. Ο κόσμος μου είναι οι άνθρωποι που αγαπώ.»
«Κι αν φύγω, πώς θα σε βλέπουν;»
«Σημασία έχει να μη σε βλέπω εγώ.»
«Τι σου έχω κάνει;»
«Μου γίνεσαι βάρος. Με όλες αυτές τις ρυτίδες σου, το ειρωνικό σου βλέμμα που μουρμουράει συνεχώς “εγώ ξέρω”. Ξέρεις οκ. Δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Με κούρασε αυτή η αλήθεια.»
«Μπορείς απλά να μη με κοιτάς. Βγάλε τον καθρέφτη.»
«Και πώς θα βγαίνω έτσι έξω; Αν είμαι αχτένιστη, άβαφη; Πώς θα βλέπω τι μου πάει και τι όχι;»
«Άρα με έχεις ανάγκη.»
«Μακάρι να μη σε είχα.»
«Με έχεις ανάγκη για τους άλλους.»
«Ας όψονται.»
«Εσύ τι έχεις ανάγκη;»
«Τι;»
«Εσύ τι έχεις ανάγκη;»
«Τους άλλους.»
«Κι αν μείνεις μόνη;»
«Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι.»
«Τη φοβάσαι τη μοναξιά.»
«Η μοναξιά είναι ανόητη.»
«Ακόμα και τα βράδια;»
«Τα βράδια είναι ανυπόφορη. Σαν εσένα.»
«Κι εσύ τι είσαι;»
«Ωχου…Να γι’ αυτό δε θέλω να σε κοιτάω. Τι πάει να πει τι είμαι; Άνθρωπος.»
«Τι είναι ο άνθρωπος;»
«Τη φιλοσοφία θα πιάσουμε πρωί πρωί;»
«Τι είναι ο άνθρωπος;»
«Δεν ξέρω.»
«Τι είσαι;»
«Δεν ξέρω.»
«Τι είσαι;»
«ΜΟΝΗ!»
«Επιτέλους το παραδέχτηκες. Κλάψε, δεν πειράζει.»
«Τι κατάλαβες τώρα;»
«Εσύ πρέπει να καταλάβεις. Ποιος είναι δίπλα σου τώρα που κλαις;»
«Κανείς.»
«Κάνεις λάθος.»
«Εσύ.»
«Κοίταξέ με.»
«Σε κοιτάζω.»
«Μ ‘αγαπάς;»
«Δεν ξέρω.»
«Μ ‘αγαπάς;”
«Σου είπα δεν ξέρω. Γιατί με βασανίζεις;»
«Εγώ σ ‘αγαπώ… Θέλεις ακόμα να φύγω;»
«Όχι.»
«Είμαι εδώ και θα είμαι εδώ. Για σένα. Για πάντα. Τύλιξε τα χέρια σου γύρω από το σώμα σου. Με νιώθεις;»
«Ναι.»
«Είμαι εδώ. Για πάντα.»