Έκτορας

Με τον Έκτορα ήταν μαζί από όταν ήταν παιδί. Την διάλεξε μέσα σε μια μάντρα που είχαν πάει με τους γονείς της για να υιοθετήσουν ένα σκυλί. Η Χαρά ήταν πέντε ετών. Μόλις άκουσε το γάβγισμά του να την καλεί, έτρεξε κατά πάνω του. Ο πατέρας της προσπάθησε να τη σταματήσει, μα ο εκπαιδευτής τού έκανε νόημα να μην ανησυχεί. Αν και θεόρατος γερμανικός ποιμενικός, ο Έκτορας ήταν φιλικός με τα παιδιά. Το μικρό κορίτσι στάθηκε μπροστά από τον σκύλο και τον χάζευε. Εκείνος της κλαψούρισε σαν κουτάβι, παρακαλώντας την να τον χαϊδέψει. Σαν να κατάλαβε τι της ζητούσε, τον αγκάλιασε σφιχτά από τον λαιμό, που έφτανε σχεδόν στο ύψος της και του ψιθύρισε «Εσένα θέλω! Εσένα αγαπώ!» Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά.

«Αυτόν θα πάρεις» δήλωσε ο εκπαιδευτής στον πατέρα του κοριτσιού. «Σας διάλεξε κι αυτό σημαίνει ότι θα τα πάτε άψογα!»

Αφού πήραν το βιβλιάριο υγείας του κι υπέγραψαν τα σχετικά χαρτιά, έβαλαν τον Έκτορα στο πίσω κάθισμα μαζί με τη Χαρά. Εκείνος ξάπλωσε μπρούμυτα κι ακούμπησε το κεφαλάκι του στα πόδια της, απολαμβάνοντας τα χάδια της σ’ όλη τη διαδρομή. Στο σπίτι, εγκλιματίστηκε αμέσως. Δεν έκανε ζημιές, ήταν υπάκουος -καθότι εκπαιδευμένος- και η δουλειά του ήταν να προστατεύει την οικογένεια από κάθε εξωτερικό κίνδυνο. Η Χαρά, όμως, ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Κανείς δεν τολμούσε να την πειράξει, όσο ο Έκτορας βρισκόταν δίπλα της. Την άφηνε να τον καβαλάει και να την πηγαίνει βόλτα, να τον κάνει καναπέ για τις κούκλες της, να του πετάει το μπαλάκι κι εκείνος να της το πηγαίνει πίσω. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι.

Τα χρόνια πέρασαν κι η Χαρά μεγάλωσε. Από το νηπιαγωγείο πήγε στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο. Μα ο Έκτορας, πάντα στο πλάι της, άγρυπνος φρουρός. Αυτός την ξυπνούσε το πρωί στο πρώτο χτύπημα του ξυπνητηριού, αυτός την καλωσόριζε μόλις γυρνούσε από το σχολείο, αυτός της έκανε παρέα όταν διάβαζε, αυτός ξαγρυπνούσε τα βράδια δίπλα από το κρεβάτι της μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Είχαν μάθει τόσο καλά ο ένας τις συνήθειες του άλλου, που αρκούσε ένα νεύμα για να συνεννοηθούν.

Όταν η Χαρά ήταν πια στην τρίτη λυκείου, ο Έκτορας κατάπεσε. Τα πίσω πόδια του δεν τον κρατούσαν πια. Σταδιακά παρέλυσαν και δεν μπορούσε πια να σταθεί. Με τη μητέρα της τον φρόντιζαν εναλλάξ. Του έβαζαν πάνες για να κάνει την ανάγκη του, τον έπλεναν και τον χτένιζαν, δίνοντάς του απλόχερα τη στοργή που χρειάζεται κάθε ηλικιωμένο πλάσμα. Ο Έκτορας δεχόταν τη φροντίδα τους, μα η μελαγχολία στα μάτια του δεν έλεγε να φύγει. Του στοίχιζε που δεν μπορούσε πια να τρέξει. Εκείνος που πηδούσε εμπόδια ύψους δυο μέτρων και κάλπαζε γοργά σαν άλογο. Η Χαρά χανόταν στα μελιά του μάτια που την κοιτούσαν με παράπονο και προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Όταν ήρθε η ώρα να δώσει πανελλήνιες, ο Έκτορας έτρωγε πια με το ζόρι. Η Χαρά προσπαθούσε να ισορροπήσει τον χρόνο της ανάμεσα στις εξετάσεις και τη φροντίδα του. Έφευγε το πρωί για να δώσει μάθημα και το μεσημέρι, στον δρόμο για τον γυρισμό, προσευχόταν να τον βρει ζωντανό.

Την ημέρα που τελείωσαν οι εξετάσεις, τέλειωσαν κι οι δυνάμεις του Έκτορα, σαν να είχε ολοκληρώσει την αποστολή του. Η ανάσα του έγινε βαριά κι η καρδιά του χτυπούσε αργά. Η Χαρά καθόταν πάνω στην κουβερτούλα του και τον είχε αγκαλιά. Του μιλούσε ασταμάτητα και του θύμιζε όλες τις όμορφες στιγμές που είχαν περάσει. Τις εκδρομές τους στο εξοχικό, τον τσακωμό του με τον κόκκορα του κοτετσιού που παραλίγο να του βγάλει το μάτι, τη φορά που γύρισαν σπίτι φέρνοντας καλεσμένους για τη γιορτή της κι εκείνος είχε φάει όλα τα γλυκά από το τραπεζάκι του σαλονιού μαζί με τα χρυσόχαρτα! Γελούσε η Χαρά και τα μάτια της τρέχαν ποτάμια από νοσταλγία και θλίψη μαζί. Έτρεχαν και τα μάτια του Έκτορα• κι ας λένε πως τα ζώα δεν κλαίνε. Του τα σκούπιζε η Χαρά μ’ ένα χαρτί και του εξομολογούταν.

«Αχ, ποτέ δεν θα βρω ξανά κάτι σαν εσένα, καλό μου. Το ξέρω. Μη λυπάσαι όμως, τα δάκρυα είναι γι’ αυτούς που δεν θα ιδωθούν ξανά. Και εμείς… εμείς θα βρεθούμε, θα το δεις».

Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Έκτορας, της έγλειψε στα πεταχτά το χέρι, έκλεισε τα μάτια του κι εκεί, στην αγκαλιά του αγαπημένου του κοριτσιού, η καρδιά του σταμάτησε για πάντα.

«Αντίο, καλό μου… Θα βρεθούμε… Θα το δεις».

Related Posts