You are currently viewing Ένα ανάποδο παραμύθι

Ένα ανάποδο παραμύθι

«Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ο άνθρωπος που αγαπά πάντα ζει καλύτερα από αυτόν που μάχεται να ευτυχήσει.» σκέφτηκε και κάθισε σε μια άνετη πολυθρόνα.

Ήταν αλήθεια, ένιωθε πλήρης. Χαιρόταν με τη χαρά των φίλων του και το αίσιο τέλος της περιπέτειας τους. Πάνω από όλα, όμως, ένιωθε ευγνωμοσύνη γι ’αυτά που η ζωή του έφερε χωρίς να αγωνιστεί. Ή έτσι φαινόταν.

Τις μάχες του τις έδινε κρυφά. Όταν οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι ξεκουράζεται, ότι διασκεδάζει, ότι εργάζεται. Ότι είναι καλά. Κάνεις δεν υποψιαζόταν τον πόλεμο που μαινόταν μέσα του. Ήξερε, όμως, να αγαπά. Είχε μόνο ένα μεγάλο ελάττωμα. Δεν ήξερε να ζητά. Έδινε πάντα χωρίς να πάρει τίποτα για τον εαυτό του. Πολλές φορές φαινόταν στους γύρω του ότι δε χρειαζόταν βοήθεια. Ότι δεν είχε ανάγκες.

Η ζωή του έδωσε πολλά. Πίκρες, πόνο, στενοχώρια, αποτυχίες. Κάθε φορά που τον χτυπούσε, εκείνος έπεφτε και ξανασηκωνόταν με το κεφάλι ψηλά.

Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια συνεχών δοκιμασιών, επιτέλους κουράστηκε. Δεν άντεχε άλλο. Προσπαθούσε να αναλογιστεί τι έκανε λάθος και η ζωή του φερόταν τόσο σκληρά. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε και δεν έβλαπτε κανέναν. Άρχισε να νιώθει πράγματα που δεν τα είχε νιώσει ποτέ ξανά. Θυμό, παράπονο, οργή. Έκλαψε σαν μικρό παιδί που δεν μπορεί να καταλάβει τον κόσμο των μεγάλων.

Μια μέρα που είχε βγει να πάρει λίγο αέρα μακριά από όλους και όλα, την απάντηση του την έδωσε πράγματι ένα μικρό παιδί. Έπαιζε με τα παιχνίδια του μόνο και ανέμελο σε κάποιο πάρκο. Η μητέρα του διάβαζε ένα βιβλίο στο αντικρινό παγκάκι. Κάθισε κι εκείνος σε ένα παγκάκι και το παρατηρούσε.

Είχε μεγάλη αγάπη στα παιδιά και η ηρεμία του συγκεκριμένου παιδιού τον τράβηξε. Ο μικρός τον είδε, αλλά στην αρχή δεν του έδωσε σημασία. Ξαφνικά ήρθε κοντά του και του έδωσε ένα αποσυναρμολογημένο παιχνίδι του.

«Με βοηθάς;» του είπε με χαμογελαστό ύφος.

Του έκανε εντύπωση, γιατί είχε δει τον μικρό να συναρμολογεί πολλές φορές το παιχνίδι του πριν λίγο. Αναρωτιόταν γιατί να του ζητήσει βοήθεια, αφού ήταν κάτι που μπορούσε να καταφέρει μόνος.

«Φυσικά!» δέχτηκε με χαρά.

Την ώρα που το συναρμολογούσε, ο μικρός παρατηρούσε τις κινήσεις του. Μόλις του έδωσε το παιχνίδι φτιαγμένο, το παιδί έτρεξε ξανά στα παιχνίδια του και του έφερε κι άλλο. Από το ένα στο άλλο, κατέληξαν να παίζουν μαζί. Όσο έπαιζαν, αποσυναρμολογούσαν και επανασύνδεαν τα παιχνίδια, παρατήρησε ότι το παιδί άρχισε να μιμείται τις δικές του κινήσεις για να φτιάχνει τα παιχνίδια του.

Μετά από κάμποση ώρα, η μητέρα του σηκώθηκε και τον φώναξε να φύγουν. Το παιδί τον χαιρέτησε κι έτρεξε στη μαμά του μαζί με τα παιχνίδια του. Ήταν το ωραιότερο απόγευμα που είχε περάσει εδώ και χρόνια.

Όταν έμεινε μόνος, σκεφτόταν τη συμπεριφορά του μικρού. Γιατί του είχε ζητήσει βοήθεια; Τώρα πια του ήταν ξεκάθαρο. Ήταν ο τρόπος του μικρού να τον εντάξει στο παιχνίδι του. Δεν τον ένοιαξε που ήξερε να φτιάχνει τα παιχνίδια του γιατί ήθελε παρέα. Μα η σοφία του παιδιού δε σταμάτησε εκεί. Φρόντισε κιόλας να μάθει από τον τρόπο που ένας μεγάλος συναρμολογεί, γιατί ήξερε ότι «από τους μεγάλους μαθαίνουμε».

Έβαλε τον εαυτό του στη θέση του παιδιού και η διαπίστωση τον έκανε να αναπηδήσει με έκπληξη στο κάθισμα του. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε ζητήσει από κάποιον βοήθεια; Ακόμα κι η μνήμη του αδυνατούσε να τον βοηθήσει. Αυτό, λοιπόν, ήθελε η ζωή από εκείνον! Αυτό ήταν το μάθημα που τα επαναλαμβανόμενα παθήματα είχαν στόχο να του δώσουν! Μόλις οι δυσκολίες ξεπερνούσαν τα όρια του, θα αναγκαζόταν να ζητήσει βοήθεια. Αυτό ήταν το σχέδιο. Ήταν πολύ παράξενο και συνάμα τόσο όμορφο που ένα παιδί του είχε αποκαλύψει τον μυστικό τρόπο που λειτουργεί η ζωή!

Ήταν άνθρωπος που δεν καθυστερούσε στις αποφάσεις του. Μόλις κατάλαβε τι θα τον έβγαζε από τη μιζέρια του, βάλθηκε να αλλάξει. Είχε τόσα πολλά να μάθει. Ένιωθε και πάλι ευγνωμοσύνη. Είχε τη λύση. Θα ζητούσε βοήθεια!

Σηκώθηκε χαρούμενος να φύγει. Ξαφνικά μαρμάρωσε. Μια διαπίστωση διαπέρασε το μυαλό του σαν σφαίρα. Η χαρά του συμπεράσματος τον έκανε να σκεφτεί επιπόλαια, σαν παιδί. Έπεσε ξανά βαρύς στο παγκάκι. Δεν ήταν τόσο απλό όσο νόμιζε. Από ποιόν θα ζητούσε βοήθεια και γιατί; Αφού δε χρειαζόταν κάτι.

Σκέφτηκε πάλι το παιδί. Θυμήθηκε ότι ούτε εκείνο χρειαζόταν πράγματι βοήθεια. Ή μήπως έτσι θεώρησε εκείνος; Μήπως εκείνη τη δεδομένη στιγμή, σε κάτι που κατά τα άλλα είχε την ικανότητα να κάνει, χρειαζόταν τη βοήθεια κάποιου άλλου; Η ειλικρίνεια του παιδιού ήταν ότι παραδέχτηκε πως χρειαζόταν κάποιον. Κάτι που ποτέ δεν έκανε ο ίδιος.

Ξεφύσηξε. Πώς του διέφυγε κάτι τόσο οφθαλμοφανές; Είχε μάθει να τα κάνει όλα μόνος, σε τέτοιο σημείο που ακόμα κι όταν χρειαζόταν κάποιον να τον βοηθήσει, προσπαθούσε να τα καταφέρει και πάλι μόνος. Οι ανθρώπινες σχέσεις, όμως, δε λειτουργούν μονομερώς. Ούτε τα συναισθήματα. Αυτά ήταν που τον είχαν πνίξει τόσα χρόνια. Τα συναισθήματα που νόμιζε πως ξεπερνούσε μόνος, μα το μόνο που έκανε ήταν να τα συσσωρεύει μέσα του αγνοώντας τα.

Σε κάθε δυσκολία, αντί να ανεβαίνει στην επιφάνεια για να πάρει βαθιά ανάσα, βυθιζόταν όλο και περισσότερο. Αυτό τον είχε κουράσει. Τον είχε γεράσει. Παρότι η ηλικία του δεν το υπαγόρευε, οι ασημένιες ανταύγειες είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους στους κροτάφους του, αποδεικνύοντας, πρώτα στον ίδιο, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το σώμα του αντιδρούσε και υποχωρούσε συνάμα στην πίεση. Όταν η πίεση δεν ξεσπά, δε μοιράζεται, ο χαμένος είναι πάντα το σώμα.

Δε μοιραζόταν. Η δικαιολογία πάντα ίδια. Ποιός θα τον καταλάβαινε; Ποιός θα είχε τη δύναμη και τη διάθεση να ψάξει μαζί του ως τα βάθη της ψυχής του για να βρει την άκρη του νήματος; Ποιός θα δεσμευόταν; Ποιόν θα δέσμευε; Την ιδέα του να δεσμεύσει κάποιον δεν την άντεχε. Ήθελε οι άνθρωποι γύρω του να είναι ελεύθεροι.

Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Κάτι που ίσως δεν ήθελε να παραδεχτεί. Αν τον καταλάβαινε κάποιος, ο ίδιος θα ήταν πρόθυμος να δεχτεί τα νέα δεδομένα; Να πάρει το μάθημα; Πίστευε πως ήταν. Αρκεί να βρισκόταν κάποιος. Τώρα έβλεπε πως έπρεπε να βρεθεί. Να αφήσει τις δικαιολογίες κατά μέρος και να κάνει αυτό που η ζωή ζητούσε από εκείνον. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να μοιραστεί.

Προσπάθησε να σκεφτεί ανάμεσα στους φίλους και τους γνωστούς του αν υπήρχε κάποιος στον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει. Στην αρχή τους απέκλεισε όλους. Ήταν όλοι απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα. Μετά πίεσε τον εαυτό του, για καλό αυτή τη φορά. Έπρεπε να κάνει την αρχή.

Υπήρχε κάποιος που μπορούσε να μιλήσει. Ήταν ο μόνος που θα καταλάβαινε. Ήταν αυτός που έπρεπε να μάθει. Όσο δούλευε στο μυαλό του την ιδέα, τόσο φωτιζόταν το πρόσωπο του. Θα μιλούσε. Απλά και ειλικρινά.

Έφυγε από το πάρκο αποφασισμένος, ενώ βάδιζε προς την εκτέλεση της απόφασης του. Γύρισε σπίτι. Μόλις άνοιξε την πόρτα, στάθηκε μπροστά του. Τον κοιτούσε με μάτια έτοιμα να πλημμυρίσουν από τα λόγια του. Εκείνος απλά περίμενε.

«Λοιπόν» άρχισε.

«Θέλω να μιλήσουμε».

Η λάμψη του καθρέφτη φώτισε τους κροτάφους του.

«Μια φορά κι έναν καιρό…»