Μια χαμένη μπάλα

Άνοιξε την πόρτα του οδηγού και βγήκε. Ο καυτός αέρας του Αυγούστου βάρεσε την Αντιγόνη κατακέφαλα. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου που είχε στα μαλλιά της, έκλεισε την πόρτα και πήγε στο πορτ μπαγκάζ. Ανοίγοντας αναστέναξε. Πώς θα τα κουβαλούσε όλα αυτά μέχρι την παραλία; Μα τι σκεφτόταν όταν υποσχέθηκε στον μικρό ότι θα πάρουν όλα τα παιχνίδια του μαζί; Όλα μόνη της θα τα έκανε πάλι. Έπνιξε το παράπονο και βούτηξε την πρώτη τσάντα, την πέρασε στον ώμο της και σήκωσε τις άλλες δυο στα χέρια. Έκλεισε το πορτ μπαγκάζ και πήγε να βγάλει το παιδί που κοιτούσε τη θάλασσα από το παράθυρο γεμάτο ενθουσιασμό.

Η παραλία είχε αρκετό κόσμο. Κρατώντας τον μικρό με το ένα χέρι και φορτωμένη με τα πράγματα στο άλλο, κατευθύνθηκε προς την ανοργάνωτη μεριά. Δεν ήταν να ξοδεύει κοροϊδίστικα λεφτά σε ξαπλώστρες. Έπιασε θέση κάτω από ένα αλμυρίκι, άπλωσε την ψάθα, άνοιξε το καρεκλάκι του μικρού, του φούσκωσε τα μπρατσάκια και του έβαλε αντιηλιακό. Το αγόρι με το ζόρι κρατιόταν να μην τρέξει προς τη θάλασσα. Έβαλε κι εκείνη αντιηλιακό όπως όπως και τον πήρε να πάνε να βουτήξουν. Ήταν το πρώτο μπάνιο του φετινού καλοκαιριού κι είχαν μπροστά τους άλλες πέντε μέρες διακοπών. Με τα χρήματα που είχε βάλει στην άκρη και τις επιταγές του κοινωνικού τουρισμού, θα μπορούσαν να παραθερίσουν σαν άνθρωποι.

Μέσα στη θάλασσα, ο Ιάσονας πλατσούριζε με όλη του τη δύναμη. Είχε καιρό να τον δει τόσο χαρούμενο. Το διαζύγιο τού είχε στοιχίσει πολύ. Η παιδοψυχολόγος της είχε πει πως ήταν δύσκολο στα πέντε του χρόνια να καταλάβει γιατί ο μπαμπάς κι η μαμά δε θα ήταν πια μαζί και κυρίως γιατί ο μπαμπάς θα έμενε τόσο μακριά τους. Όταν ο Στράτος τής ανακοίνωσε πως ήθελε να χωρίσουν γιατί είχε εξωσυζυγική σχέση και μάλιστα θα εκμεταλλευόταν μια μετάθεση που του εξασφάλιζε η εταιρεία για να πάει να ζήσει μαζί της στην Αγγλία, η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια της.

«Και το παιδί;» ήταν η πρώτη της αυθόρμητη αντίδραση.

«Έχει καλή μητέρα οπότε δεν ανησυχώ γι’ αυτό. Θα το βλέπω στις διακοπές, όταν θα έρχομαι στην Ελλάδα για επαγγελματικά ταξίδια και όταν μεγαλώσει λίγο θα το παίρνω και στην Αγγλία πότε πότε. Εννοείται πως θα πληρώνω τη διατροφή που μου αναλογεί. Τα χρήματα δεν είναι θέμα.»

Η Αντιγόνη δεν μίλησε. Δε φώναξε. Δεν αντέδρασε. Είχε καταλάβει από καιρό πως ο γάμος τους είχε τελειώσει, αλλά δυσκολευόταν να το παραδεχτεί εξαιτίας του παιδιού. Η ανακοίνωση του Στράτου ήταν απλά το χαστούκι που χρειαζόταν για να το συνειδητοποιήσει. Δε λυπήθηκε για τη σχέση τους. Εδώ κι ένα χρόνο είχε σταματήσει να προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα που μεγέθυναν το χάσμα μεταξύ τους. Δεν της έλειπε πια το χάδι του, ούτε το ότι δε βρίσκονταν στο κρεβάτι. Μιλούσαν μόνο για τα διαδικαστικά. Δεν έβλεπαν ταινίες αγκαλιά στον καναπέ τα βράδια αφού είχε κοιμηθεί ο μικρός. Δεν πήγαιναν βόλτες οι τρεις τους σαν οικογένεια. Ο Στράτος ερχόταν στο σπίτι σαν επισκέπτης, έπαιζε λίγο με τον Ιάσονα, τακτοποιούσε τις εκκρεμότητες και το ενοίκιο και όταν έφευγε δεν της έδινε λογαριασμό πού πηγαίνει. Ούτε εκείνη ρωτούσε. Φοβόταν την απάντηση.

Πώς είχαν γίνει έτσι; Ήταν η ρουτίνα που σκότωσε τον έρωτά τους; Ήταν η έλλειψη συνεννόησης; Πόσο έξω είχε πέσει; Όταν πρωτογνωρίστηκαν, είχε πιστέψει πως αυτός θα ήταν ο άντρας της ζωής της. Ευγενικός, δοτικός, συζητήσιμος, είχε όλα όσα ζητούσε σ’ έναν σύντροφο. Είχαν χτίσει μια υπέροχη ζωή, μέχρι πριν το παιδί. Μετά τη γέννα, η Αντιγόνη άλλαξε. Η κούραση την έκανε πιο απότομη. Άφησε τον εαυτό της, έκλαιγε συχνά, δε δεχόταν βοήθεια. Πνιγόταν μέσα σε πάνες, θηλασμούς, εμετούς κι ένα σώμα που δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ως δικό της. Το μωρό ήταν πολύ δύσκολο στον ύπνο κι εκείνη δεν κοιμόταν καλά. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της ενέτειναν την εικόνα της παραίτησης που απέπνεε. Κανείς δεν της είχε πει τι την περίμενε μετά τη γέννα.

Μετά τις πρώτες αρνήσεις, ο Στράτος έπαψε να προσπαθεί να βοηθήσει. Του έλειπε η γυναίκα που ερωτεύτηκε κι έβλεπε πως είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Δε χαιρόταν όταν τον αντίκριζε. «Πρέπει να πάρουμε πάνες» ή «Το παιδί χρειάζεται καινούρια πιπίλα» ήταν οι φράσεις που είχαν αντικαταστήσει το «Καλημέρα, αγάπη μου» και το «Σ’ αγαπώ». Αυτό το μικρό ανθρωπάκι τού είχε κλέψει την Αντιγόνη που ήξερε και δεν μπορούσε να βρει τον δικό του ρόλο μέσα σε όλο αυτό. Ένιωθε πως δε χωρούσε πουθενά κι ασφυκτιούσε. Έκανε υπομονή τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα ήρθε στη ζωή του η Ελένη. Ήταν διαθέσιμη κι όλη δική του.

Η Αντιγόνη πήρε τον Ιάσονα από τη θάλασσα σχεδόν με το ζόρι. Ο ήλιος είχε φτάσει ψηλά κι η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη. Κάθισαν στην ψάθα κι έβγαλε τα φαγητοδοχεία τους για να κολατσίσουν. Όσο το αγόρι έτρωγε, η Αντιγόνη κοίταξε τη θάλασσα. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και γέμισε τα πνευμόνια της αλμύρα. Πάντα την ηρεμούσε αυτή η μυρωδιά. Τη γέμιζε αισιοδοξία. Δεν ήταν εύκολη η ζωή του μονογονέα. Κάποιες φορές είχε πιάσει τον εαυτό της να σκέφτεται πως αν δεν ήταν ο Ιάσονας, ο Στράτος δε θα είχε φύγει. Ύστερα μάλωνε τον εαυτό της που τόλμησε να σκεφτεί κάτι τέτοιο κι έτρεχε ν’ αγκαλιάσει το παιδί της όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Δε θα τον άλλαζε με τίποτα στον κόσμο κι ας κουβαλούσε τόσες κι άλλες τόσες τσάντες για χάρη του.

«Αυτή η μπάλα είναι δική σας;» μια φωνή διέκοψε τη σκέψη της.

«Ναι δική μας είναι!»

«Την πήρε ο αέρας κι ήρθε στα δικά μας πράγματα.»

«Ευχαριστώ πολύ.»

«Παραθερίζετε εδώ;»

«Ναι, σήμερα ήρθαμε. Εσείς;»

«Κι εμείς. Ελένη. Χάρηκα» είπε η κοπέλα κι έτεινε το χέρι της για χειραψία.

Στο άκουσμα του ονόματος, η Αντιγόνη ένιωσε σαν να την τινάζει το ρεύμα. Συγκράτησε την ταραχή της κι έσφιξε το χέρι της κοπέλας εγκάρδια.

«Πόσων ετών είναι ο μικρός;»

«Πέντε.»

«Α όσο κι η κόρη μου!» αναφώνησε η Ελένη, ενώ το κοριτσάκι είχε ήδη πλησιάσει τον Ιάσονα κι εκείνος της έδειχνε την αγαπημένη του βαρκούλα.

«Για κοίτα! Τα βρήκαν κιόλας!» είπε χαμογελώντας η Ελένη.

«Δεν κάθεστε κοντά μας; Κι εμείς μόνοι μας είμαστε.» πρότεινε η Αντιγόνη.

Οι δυο γυναίκες κάθισαν παρέα κι άρχισαν την κουβέντα. Μπήκαν στη θάλασσα κι οι τέσσερις μαζί, ύστερα βγήκαν κι έφαγαν ό,τι είχε φέρει η καθεμιά τους κι είδαν τον ήλιο να δύει χωρίς να καταλάβουν πώς πέρασε η ώρα. Ξαναβρέθηκαν και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Πέρασαν σχεδόν όλες τις διακοπές μαζί. Δυο μανάδες μόνες, με παρόμοιες ιστορίες, που χρειάζονταν δυο χέρια ακόμα για να σηκώνουν τις τσάντες κι ένα ζευγάρι μάτια να προσέχουν το παιδί μέχρι να φάνε, να πιούν, να πάνε τουαλέτα. Την τελευταία μέρα, λίγο πριν πουν αντίο, εκεί, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, έδωσαν ραντεβού στην Αθήνα. Τα παιδιά τα πήγαιναν πολύ καλά κι οι παιδοψυχολόγοι είχαν πει και στις δυο ότι θα τους έκανε καλό να βρουν φίλους. Η Αντιγόνη κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο με τον Ιάσονα να την ακολουθεί. Πριν μπει στη θέση του οδηγού, κοίταξε γι’ άλλη μια φορά το ηλιοβασίλεμα. Δεν την πείραζε πια που θα ερχόταν η νύχτα. Αρκεί που ήξερε πως και την επόμενη μέρα θα ξημέρωνε ξανά.

Πίσω στην Αθήνα, ο Ιάσονας άρχισε πάλι τα δικά του. Πετούσε παιχνίδια με δύναμη στο πάτωμα, δεν ήθελε να φάει, να ντυθεί, να πλύνει τα δόντια του, να κάνει μπάνιο, καθυστερούσε με κάθε τρόπο όταν ήταν να πάει για ύπνο το βράδυ. Μια άρνηση προσωποποιημένη. Στην επόμενη συνάντηση με την παιδοψυχολόγο, η Αντιγόνη κατάλαβε πως το παιδί αρνιόταν οποιαδήποτε συνήθεια, επειδή αρνιόταν να συνηθίσει την απουσία του πατέρα του. «Η επιστροφή στη ρουτίνα μετά τις διακοπές μπορεί να γίνει μεγάλη πρόκληση για ένα παιδί, ειδικά όταν έρχεται ξανά αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που δεν έχει ακόμα αποδεχτεί» της είπε η κυρία Κατερίνα.

Η Αντιγόνη βρισκόταν μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι. Ή θα το αντιμετώπιζε όλο μόνη της ή θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Στράτο να του αποδώσει τις ευθύνες του και ν’ απαιτήσει την παρουσία του κοντά στο παιδί. Ένιωθε πως περπατούσε πάνω σε τεντωμένο σχοινί κι αρκούσε το παραμικρό φύσημα της μοίρας για να χάσει την ισορροπία της.

Έπιασε το τηλέφωνο. Το στριφογύρισε στα χέρια της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και πάτησε τον αριθμό του. Θα του έδινε την ευκαιρία. Για το καλό του Ιάσονα.

«Έλα Αντιγόνη, τι γίνεται; Πώς είναι το παιδί; Όλα καλά;»

«Για την ακρίβεια, όχι. Τίποτα δεν είναι καλά.»

Του εξήγησε τι συνέβαινε και την απόφαση που καλούταν να πάρει. Ή θα ερχόταν να μείνει κοντά στο παιδί του ή θα έβγαινε από τη ζωή του μια και καλή. Ο Ιάσονας δεν είχε ανάγκη από πατέρα επισκέπτη. Αναστατωνόταν όποτε ερχόταν, τον γέμιζε δώρα, τον πήγαινε βόλτες κι έπαιζε μαζί του σαν να ήταν ξανά οικογένεια κι ύστερα απείχε για μήνες. Το παιδί δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Θα έπρεπε να διαλέξει. Ή όλα ή τίποτα. Η Αντιγόνη έσφιξε τη γροθιά της.

«Καταλαβαίνω. Ξέρεις, ήθελα κι εγώ να σε πάρω τηλέφωνο… η Ελένη είναι έγκυος. Όπως καταλαβαίνεις…»

Η Αντιγόνη δεν άκουσε τίποτα άλλο. Του έκλεισε το τηλέφωνο κι έμεινε να κοιτάει το κενό. Όχι πως δεν το περίμενε. Το να το ακούει όμως από τα χείλη του ήταν μαχαιριά στην καρδιά. Ένα δάκρυ έπεσε πάνω στη οθόνη του κινητού. Κοίταξε τη στρογγυλή σταγόνα που έμοιαζε με μπάλα. Τη σκούπισε με το δάχτυλό της κι αυτή διαλύθηκε. Πήγε ξανά στο γραφείο της. Έπρεπε να τελειώσει τα γραφιστικά για δυο projects μέχρι αύριο. Άνοιξε το ένα αρχείο. Ο Ιάσονας έπαιζε ήσυχα στο δωμάτιο του. Πώς θα του το έλεγε; Έκλεισε πάλι το αρχείο και πήγε στο μπάνιο. Άφησε την πόρτα λίγο ανοιχτή ώστε να τον ακούσει αν κάτι την ήθελε. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Με το που τα μάτια της αντίκρισαν εκείνα του καθρέφτη, δάκρυα και νερό έγιναν ένα. Έκατσε στην άκρη της μπανιέρας, έχωσε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της κι έκλαψε με λυγμούς σιωπηλούς που τράνταζαν όλο το κορμί της.

«Μαμά» ακούστηκε μια φωνή από το δωμάτιο.

Σαν να την τίναξε ρεύμα, σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια της, φύσηξε τη μύτη της, κοιτάχτηκε βιαστικά στον καθρέφτη, έριξε λίγα μαλλιά μπροστά να καλύψουν κάπως τα κόκκινα μάτια της και βγήκε από το μπάνιο.

«Έλα αγάπη μου!» το παιδί την έψαχνε στο γραφείο της και μόλις την είδε έτρεξε κατά πάνω της να την αγκαλιάσει. Εκείνη γονάτισε για να έρθει στο ύψος του.

«Νόμιζα ότι έφυγες!» της είπε σφίγγοντάς τα χεράκια του γύρω από τον λαιμό της.

«Όχι σκιουράκι μου! Εδώ είμαι.» Του έπιασε το κεφαλάκι με τα χέρια της, το έφερε μπροστά στο δικό της και τον κοίταξε κατάματα. «Δεν πρόκειται να φύγω ποτέ! Για πάντα μαζί! Ναι σκιουράκι μου;»

Το παιδί κατένευσε δακρυσμένο. Έμειναν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα για λίγα λεπτά που χωρούσαν μέσα τους χρόνια ολόκληρα.

Το απόγευμα είχαν κανονίσει να πάνε βόλτα με την Ελένη και την Αριάδνη στον Εθνικό Κήπο. Εδώ και δέκα μέρες που είχαν γυρίσει από τις διακοπές βρίσκονταν σχεδόν καθημερινά. Συναντήθηκαν στην παιδική χαρά, τακτοποιήθηκαν σ’ ένα παγκάκι κοντά στις κατασκευές με τα νερά, έδωσαν στα παιδιά τα κουβαδάκια τους κι οι δυο γυναίκες έκατσαν να πιούν λίγο καφέ και να τα πουν.

«Τι νέα; Μίλησες με την παιδοψυχολόγο;»

«Ναι…δε μου είπε κάτι που δεν υποψιαζόμουν. Το παιδί θέλει τον πατέρα του.»

«Και; Πήρες τον Στράτο;»

«Ναι… του έθεσα το δίλημμα ‘ή θα είσαι κοντά στο παιδί σου ή θα εξαφανιστείς’. Μάντεψε τι διάλεξε!»

«Να εξαφανιστεί;»

«Μπίνγκο!»

«Μάλιστα…»

«Εσείς;»

«Εμείς…ψάχνουμε σπίτι. Ο Νίκος θέλει να μείνει με τη νέα του σύντροφο και θέλει να φύγουμε. Θα πληρώνει εκείνος είπε το ενοίκιο όπου πάμε, αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εκεί.» είπε η Ελένη χαμογελώντας αμήχανα.

«Δε μιλάς σοβαρά! Διώχνει το παιδί του από το ίδιο του το σπίτι;»

«Αφού είναι δικό του.»

«Κι επειδή; Αν είναι δυνατόν! Συγγνώμη κιόλας, αλλά είναι απαράδεκτος!»

«Και λίγα λες.»

«Και τώρα δηλαδή ψάχνετε για σπίτι;»

«Ναι. Χτες κοίταζα αγγελίες μέχρι τα ξημερώματα. Τίποτα.»

Η Αντιγόνη στριφογύρισε την ιδέα στο μυαλό της. Ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά η διαίσθηση της ήταν θετική. Αν όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, μήπως θα πληγωνόταν πάλι ο Ιάσονας; Από την άλλη, θα ήταν μια καλή λύση για να καλύψει, έστω προσωρινά, τη φυγή του Στράτου. Ίσως άξιζε το ρίσκο.

«Τι θα έλεγες αν ερχόσασταν να μείνετε μαζί μας; Το σπίτι έχει τρία δωμάτια βέβαια, αλλά κάπως μπορούμε να βολευτούμε. Θα μοιραζόμαστε το ενοίκιο και τα έξοδα, τα παιδιά θα έχουν παρέα, θα έχουμε κι εμείς για βοήθεια η μία την άλλη… τι λες;»

Η Ελένη την κοίταξε έκπληκτη.

«Αν θέλετε, πάμε μετά από εκεί να το δείτε κιόλας!»

«Ναι…δηλαδή…ευχαριστούμε πάρα πολύ για την πρόταση, ειλικρινά το εκτιμώ, αλλά είσαι σίγουρη; Μη σας ξεβολεύουμε.»

«Αν κάποιος μας ξεβολεύει αυτοί είναι οι πρώην μας!» είπε η Αντιγόνη και γέλασαν με την καρδιά τους.

Το βραδάκι πήγαν από το σπίτι της Αντιγόνης. Παρήγγειλαν πίτσα κι έβαλαν στα παιδιά μια ταινία μέχρι να πουν εκείνες τα δικά τους. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο Ιάσονας δεν έφερνε καμία αντίρρηση όσο ήταν με την Δανάη. Η Αντιγόνη ξενάγησε την Ελένη και συζήτησαν για το πώς θα μπορούσαν να χωριστούν τα δωμάτια. Ύστερα ανακοίνωσαν στα παιδιά την απόφασή τους. Εκείνα ενθουσιάστηκαν κι έδωσαν αυθόρμητα τη συγκατάθεσή τους.

Ένα μήνα αργότερα, τριγύριζαν σ’ ένα πολυκατάστημα για ν’ αγοράσουν τα απαραίτητα για την ανακαίνιση. Πήραν τέσσερα πινέλα, ροδάκια και σκαφάκια κι άρχισαν να βάφουν όλοι μαζί τη ζωή τους στα χρώματα που οι ίδιοι είχαν επιλέξει.

Related Posts