Αύγουστος
Στο νησί, η είδηση εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. «Η θάλασσα ξέβρασε το σώμα ενός παιδιού». Τα μαλλιά του ήταν κοντά, σγουρά και μαύρα και το δέρμα του μελαμψό. Στο χέρι του φορούσε ένα γυναικείο δαχτυλίδι με μια μικρή πράσινη πέτρα στο κέντρο. Βρέθηκε από ένα ζευγάρι περαστικών. Δεν είχε τις αισθήσεις του. Του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και κάλεσαν το ασθενοφόρο. Διακομίστηκε άμεσα στο νοσοκομείο. Του έκαναν εξετάσεις, το περιποιήθηκαν και το άφησαν να ξεκουραστεί. Μέσα στον ύπνο του, ψιθύριζε πού και πού «μαμά» κι έσμιγε τα φρύδια του με παράπονο.
Το επόμενο πρωί, το αγόρι συνήλθε. Δεν ήξερε να μιλήσει ελληνικά για να συνεννοηθεί, αλλά κατάφερε να πει το όνομά του στη νοσοκόμα που το φρόντιζε. Ήταν δεν ήταν οχτώ χρόνων. Η νοσοκόμα ζήτησε να μάθει για την οικογένειά του. «Μαμά» ψέλλισε, γύρισε στο πλάι κι έδειξε στο κομοδίνο του την εικόνα της Παναγίας. Εκείνη ρώτησε ξανά αν αυτή είναι η μαμά του, φοβούμενη πως τα έχει χάσει, αλλά το αγόρι έκανε ένα αρνητικό νεύμα κι έδειξε προς τα πάνω. «Η μαμά σου πέθανε;» ρώτησε η νοσοκόμα. Το αγόρι ένευσε, αυτή τη φορά καταφατικά, κι έβαλε τα κλάματα. «Λυπάμαι» του είπε η νοσοκόμα και το αγκάλιασε. «Μην ανησυχείς. Είσαι ασφαλής εδώ. Θα σου βρούμε εμείς μια οικογένεια» υποσχέθηκε με τα μάτια βουρκωμένα. Κάποιοι από τους νοσηλευτές ανέλαβαν να επικοινωνήσουν με την υπηρεσία αναδοχής ασυνόδευτων παιδιών προσφύγων.
Μια βδομάδα μετά
Εκείνο το βράδυ η Ουρανία δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Γονατιστή μπρος στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε πάλι να της χαρίσει ένα παιδί. Έξι ολόκληρα χρόνια προσπαθούσαν με τον Χρήστο, μα η κοιλιά της έμενε συνεχώς χωρίς καρπό. Έκαναν θεραπείες, τίποτα. Η Ουρανία έπεσε να ξαπλώσει με μια ελπίδα στην καρδιά, γεννημένη από την προσευχή της. Ο Χρήστος την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Σήμερα είχαμε ένα ιδιαίτερο περιστατικό στην υπηρεσία».
«Δηλαδή;»
«Ένα πιτσιρικάκι οχτώ χρονών. Βρέθηκε πριν μια βδομάδα. Χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα».
«Ψυχή μου!» ψέλλισε συγκινημένη η Ουρανία.
«Έπρεπε να έβλεπες τα μάτια του. Δυο μαύρα μάτια σαν χάντρες που με κάρφωσαν βαθιά μες στην ψυχή. Αυτό το παιδί… δεν ξέρω…»
Η Ουρανία ανακάθισε κι ακούμπησε την πλάτη στο μαξιλάρι. «Τι θες να πεις;»
«Να… σκεφτόμουν… τόσα χρόνια προσπαθούμε… Και τόσα χρόνια περνούν μπροστά από τα μάτια μου τόσα παιδιά. Χωρίς οικογένεια. Μήπως… Δηλαδή… Ήθελα να πω…»
Η Ουρανία γούρλωσε τα μάτια. «Συνέχισε!»
«Να… Δηλαδή… Αν δεν είναι γραφτό μας να κάνουμε δικό μας παιδί… Αν ήθελες κι εσύ… »
«Θέλω!» αναφώνησε με ενθουσιασμό.
«Αλήθεια;» απόρησε έκπληκτος ο Χρήστος.
Η Ουρανία κούνησε το κεφάλι γρήγορα πάνω κάτω χαμογελώντας.
«Θέλω! Πώς δε θέλω! Αυτό παρακαλούσα τώρα την Παναγιά! Να μου δώσει ένα σημάδι! Να τελειώσει αυτή η προσμονή!»
Ο Χρήστος χαμογέλασε πλατιά. Έμειναν να κοιτάζονται με τα μάτια τους να ξεχειλίζουν από ελπίδα. Άρχισαν να γελούν. Ένα γέλιο δυνατό και γάργαρο που άρπαξε τη θλίψη τους, τη σήκωσε στον αέρα και τη σκόρπισε μακριά.
Δεκέμβρης
Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Ο Νοέλ είναι μαζί με την καινούρια του μαμά στην κουζίνα και ετοιμάζουν το Χριστουγεννιάτικο δείπνο. Στο σαλόνι, ο Χρήστος μαζί μες παππούδες, γιαγιάδες, θείους και θείες μιλούν εύθυμα. Μουσική χριστουγεννιάτικη απλώνεται τριγύρω, κυκλώνει το στολισμένο δέντρο, περνά από τ’ αυτιά των ανθρώπων του σπιτιού κι αγαλλιάζει την καρδιά τους.
Η Ουρανία μπαίνει στη σάλα κρατώντας τον δίσκο με τη γαλοπούλα και πίσω της ο Νοέλ με το δίσκο με το χοιρινό. Τα εναποθέτουν στο τραπέζι. Η Ουρανία παίρνει τον λόγο.
«Πριν ξεκινήσουμε το φαγητό, ο γιος μας, ο Νοέλ, θέλει να μας πει τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα που έμαθε στο σχολείο. Νοελ! Σε ακούμε, γλυκέ μου!»
Ο Νοέλ, λίγο συνεσταλμένα, παίρνει το τρίγωνό του κάτω από το δέντρο. Ξεκινά να ψέλνει τα κάλαντα σε άψογα ελληνικά. Η προφορά του έχει βελτιωθεί κατά πολύ. Μόλις τελειώνει, όλοι τον χειροκροτούν και κάθονται να φάνε, σαν μια μεγάλη, αγαπημένη οικογένεια.
20 χρόνια μετά
Ο Νοέλ σήμερα έχει εφημερία στο νοσοκομείο. Δε θα προλάβει να πάει από το ορφανοτροφείο. Τα παιδιά τον περιμένουν πάντα με ανυπομονησία, γιατί μετά από κάθε εμβόλιο ή φάρμακο τους δίνει κι ένα γλειφιτζούρι και τους χαμογελάει. Το χαμόγελό του ζεσταίνει την καρδιά τους και για λίγο ξεχνούν που βρίσκονται. Ο γιατρός με το χριστουγεννιάτικο όνομα τούς κάνει και γελάνε. Τους κάνει να πιστεύουν πως αξίζουν ν’ αγαπηθούν. Πως δε χάθηκαν επειδή έχασαν τους γονείς τους. Του ζητούν ξανά και ξανά να τους πει την ιστορία από τα πρώτα του Χριστούγεννα στην Ελλάδα. Τότε που είπε για πρώτη φορά τα κάλαντα. Τους δίνει ελπίδα. Ίσως βρουν κι αυτά σύντομα μια οικογένεια. Ίσως γίνουν κι αυτά γιατροί, αρχιτέκτονες, φιλόλογοι, καλλιτέχνες. Ό,τι ονειρεύεται η ψυχή τους.
Ο Νοέλ παίρνει τη σκέψη του από τα αγαπημένα του παιδιά και πάει να δει τους αρρώστους του. Για όλους έχει έναν καλό λόγο. Τώρα πια η προφορά του δε μοιάζει ξένη. Τα γεροντάκια τον αγαπούν, γιατί τους κάνει χωρατά και γελούν. Ξεχνούν την απόσταση από τον θάνατο που έχει μικρύνει επικίνδυνα. Οι νοσοκόμες τον γλυκοκοιτάζουν. Μα ο Νοέλ έχει μόνο μάτια για την επιστήμη του. Ανυπομονεί να μοιράσει μέσα από αυτήν όλη την αγάπη που έλαβε ως παιδί. Τον αγάπησαν και αγαπά. Τον αποδέχτηκαν κι αποδέχεται. Τον βοήθησαν και βοηθά.
Στο τέλος της κουραστικής αυτής μέρας, βγάζει τη ρόμπα του και την κρεμά στον καλόγερο του γραφείο του. Παίρνει την τσάντα του και κατευθύνεται προς την πόρτα. Πιάνει το πόμολο με το δεξί του χέρι. Τα μάτια του πέφτουν στο δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα. Τραβά το χέρι του από το πόμολο και στριφογυρίζει το δαχτυλίδι με τον αντίχειρα.
«Τα καταφέραμε, μαμά» ψιθυρίζει και χαμογελά ευτυχισμένος.



