Ψεύτικοι άνθρωποι

«Δε φταίει κανένας άλλος. Εγώ φταίω που σε νοιάζομαι!»

«Μα δε σου έριξα ευθύνη, Γιώργο. Απλώς εξέφρασα το πώς νιώθω».

«Και πώς νιώθεις δηλαδή;»

«Να σ’το ξαναπώ. Νιώθω καταπιεσμένη. Σαν να μην έχω χώρο ν’ ανασάνω».

«Και σε καταπιέζω εγώ με τη ζήλια μου!»

«Μα δεν είπα αυτό!»

«Το υπονόησες! Γι’ αυτό σου λέω. Εγώ φταίω που σε φροντίζω και θέλω να είμαστε μαζί. Αλλά βέβαια, πάντα έτσι γίνεται. Μόλις ανοιχτείς λίγο έρχεται ο άλλος και σου λέει “με πνίγεις” κι άμα αδιαφορήσεις αρχίζουν τα “δε μ’αγαπάς”. Αποφάσισε λοιπόν τι θέλεις, να ξέρω κι εγώ τι θα κάνω. Γιατί αν κάποιος σε αυτήν τη σχέση δεν αγαπά, αυτός δεν είμαι εγώ».

«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι δε σ’ αγαπώ!»

«Δεν ξέρω πια τι να πιστέψω, Κορίνα! Το ένα σου βρομάει, το άλλο σου ξινίζει…»

«Μα δεν…»

«Τι άλλο να κάνω για να είσαι ευχαριστημένη;»

Η Κορίνα δε μίλησε. Οι τύψεις τη βάραιναν σαν χειμωνιάτικο παλτό που κάποιος έριξε απότομα στην πλάτη της. Μα αυτό το πνίξιμο την έτρωγε δυο χρόνια τώρα. Η ψυχή της δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Δεν άντεχε άλλο.

Το επόμενο πρωί, ο Γιώργος έφυγε για το μαγαζί μουτρωμένος. Ο Λευτέρης δεν είχε έρθει ακόμα. Όταν φάνηκε, ο Γιώργος βρήκε ευκαιρία να ξεσπάσει τα νεύρα του.

«Τι ώρα είναι αυτή;»

«Συγγνώμη, αφεντικό. Μόνο 5 λεπτά άργησα. Δεν έβρισκα να παρκάρω».

«Τι λες, ρε Λευτέρη! Πού ακούστηκε να έρχεται το αφεντικό πριν από τους υπαλλήλους!»

«Μα…»

«Δεν έχει μα… Αυτό που σου λέω!»

«Εντάξει, αφεντικό, δε θα ξαναγίνει.»

«Αυτό έλειπε να ξαναγίνει! Εμ σας χρυσοπληρώνω εδώ μέσα, εμ να έρχεστε κι όποτε θέλετε! Δεν πάει έτσι Λευτεράκη! Δεν πάει καθόλου έτσι! Αλλά είπαμε, εγώ φταίω που σας έχω σαν παιδιά μου εδώ μέσα και δε μου κάνει καρδιά να σας δώσω τα παπούτσια στο χέρι με το πρώτο στραβοπάτημα! Αλλά το εκτιμάτε; Δεν το εκτιμάτε!» Πέταξε με δύναμη τον κατάλογο που κρατούσε και σηκώθηκε κι έφυγε ανακουφισμένος. Στην πόρτα, συνάντησε την Κορίνα, η οποία είχε ακούσει άθελά της όλο το σκηνικό και για άλλη μια φορά βεβαιώθηκε για την απόφασή της.

«Τι έγινε, αγάπη μου; Πώς κι από εδώ; Δεν πήγες στη δουλειά;» μίλησε σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

«Ζήτησα άδεια για σήμερα» εξήγησε η Κορίνα.

«Τι έπαθες; Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά; Έλα να καθίσεις!»

«Καλά είμαι, Γιώργο. Απλώς θέλω να μιλήσουμε».

«Φυσικά! Ό,τι θέλει το κορίτσι μου!»

«Δεν ξέρω πώς θα σου ακουστεί αυτό που έχω να σου πω…αλλά…θέλω να χωρίσουμε».

Ο Γιώργος γούρλωσε τα μάτια.

«Τι έκανε λέει;» φώναξε.

«Γιώργο πιο σιγά! Θα μας ακούσει όλο το μαγαζί!» ψιθύρισε η Κορίνα.

«Να μας ακούσει και να μάθει πόσο αχάριστη είσαι! Ύστερα από όλα όσα έχω κάνει για σένα, όλη την αγάπη που σου έχω δώσει, έρχεσαι μέσα στο ίδιο μου το μαγαζί και μου ζητάς να χωρίσουμε; Λέγε! Ποιος είναι;»

«Ποιος είναι ποιος;»

«Αυτός που σε ξεμυάλισε!»

«Τι λες, Γιώργο; Δεν υπάρχει κανείς!» παραπονέθηκε η κοπέλα.

«Και γιατί τότε, ρε ματάκια μου, θες να μ’αφήσεις; Δεν περνάμε ωραία μαζί; Και τις βολτούλες μας πάμε και το σπιτάκι μας έχουμε! Τι άλλο θέλεις; Τι σου λείπει;» ρώτησε μαλακώνοντας τη φωνή του.

«Εγώ μου λείπω, Γιώργο! Έχω χάσει τον εαυτό μου!»

«Ε να τον βρούμε μαζί!»

«Δε γίνεται…δεν μπορώ…»

«Γιατί;»

«Δε θέλω».

Ο Γιώργος, σκεπτικός, χτύπησε απαλά πέντε-έξι φορές τα δάχτυλά του στο τραπέζι και κατέβασε το βλέμμα στο χέρι του.

«Καλά, Κορινάκι, καλά. Να φύγεις. Αφού είμαι εμπόδιο στην ευτυχία σου, να φύγεις. Εγώ θέλω να είσαι καλά κι ας είσαι μακριά μου. Σ’ αγαπάω, Κορινάκι. Δεν πειράζει, όμως… Φύγε κι άσε με στη μοναξιά μου… Αλλά να ξέρεις, εγώ δε θα το αφήσω έτσι. Θα σε ξανακερδίσω!»

Η Κορίνα τον είδε να σηκώνεται τρίβοντας τα μάτια του, για να σκουπίσει τα δάκρυα που δήθεν κυλούσαν. Της γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε στο εσωτερικό του μαγαζιού.

Μια ικανοποίηση έλαμψε στα μάτια της. Τα είχε καταφέρει. Τέσσερις μήνες τώρα πάλευε να το πάρει απόφαση. Όσα είχαν συζητήσει με την ψυχολόγο -που είχε αρχίσει να επισκέπτεται εν αγνοία του Γιώργου- οδηγούσαν στο ότι, για να μπορέσει να θεραπεύσει την πληγωμένη της αυτοπεποίθηση, έπρεπε ν’ απομακρυνθεί από την τοξικότητα του συντρόφου της. Η τελευταία κουβέντα της ψυχολόγου ήταν για την Κορίνα η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι˙ «Οι ψεύτικοι άνθρωποι είναι σαν σπασμένοι καθρέφτες που κρύβουν την ψυχή τους στις αντανακλάσεις τους». Αυτό ήταν εκείνη για τον Γιώργο. Μια αντανάκλαση του εγωισμού του, που χρησίμευε για να τρέφεται από την ψυχή της, ώστε ν’ αντέχει τη φυλακή της δικής του. Μα η ψυχή της Κορίνας διψούσε απεγνωσμένα για ειλικρίνεια κι ελευθερία.

Related Posts