Δώσε μου λίγο χρόνο και θα σου ζωγραφίσω με την πένα μου έναν κόσμο που δε φαντάστηκες ποτέ.Μα θα είναι ολότελα δικός σου.Μέσα από τις πιο κρυφές πτυχές σου θα ανοίξω την πόρτα.Θα στρώσω δρόμους από τις αποφάσεις που δεν τόλμησες ποτέ να πάρεις.Θα χτίσω σπίτια καταφύγια για τα συναισθήματα που δεν αντιμετώπισες, μα έθαψες...
Αν επέλεξα να είσαι όλα αυτά που για μένα σημαίνει η αγάπη, τότε ακόμα κι ο πόνος που θα με κεράσεις θα γίνει βάλσαμο.Γιατί για να σε θέλει η ψυχή μου και να γεμίζει από την αγάπη σου, σημαίνει πως ό,τι κι αν κάνεις που να με πληγώσει, θα είναι άθελά σου.Έχω, λοιπόν, μέσα μου...
Είναι κάποιες φάσεις στη ζωή που μοιάζουν με χειμώνα. Το κρύο της μοναξιάς τυλίγει την καρδιά, η κούραση της παγωνιάς στο περιβάλλον βαραίνει την ψυχή, κι ένα πυκνό χιόνι απογοήτευσης καλύπτει κάθε διάθεση και όρεξη να τραβήξεις μπροστά. Όμως το τέλος κάθε χειμώνα φέρνει κάτι καινούριο. Μόλις αρχίσει να σπάει ο πάγος και να ξεμουδιάζει...
Κράτα μου το χέρι. Μην το αφήσεις. Κι ας έρθουν θύελλες να μας χωρίσουν. Όσο κι αν κρυώνουμε. Όσο κι αν φυσάει. Μην το αφήσεις. Κι η βροχή ακόμα δε θα φτάσει να κάνει τα χέρια μας να γλιστρήσουν. Θα σε κρατώ γερά. Κι εκεί που μπορεί να μουδιάσω και να κουραστώ, εκεί θα σου...
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν τρεις σοφοί συγγραφείς. Ήταν φίλοι αγαπημένοι και μαζεύονταν συχνά, πότε στο σπίτι του ενός, πότε στου άλλου και έγραφαν. Είχαν γράψει τόσα πολλά που είχαν γεμίσει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με τα βιβλία τους! Πότε έγραφαν αστυνομικές περιπέτειες, πότε ιστορικά κείμενα και βιογραφίες, πότε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Άλλοτε πάλι έγραφαν...
Σ’ ένα ψηλό μοναχικό βουνό κάπου στις πεδιάδες της μοναξιάς, ζούσε ένας όμορφος γίγαντας. Ήταν γενναίος και άφοβος και τίποτα δεν σκίαζε το καθαρό μυαλό του. Είχε φίλους κι άλλους γίγαντες που ζούσαν στα τριγύρω βουνά και συχνά μαζεύονταν, συζητούσαν και γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς. Σε κανέναν όμως δεν είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το μεγάλο...
Επάνω από μια λίμνη με ήρεμα νεράΜία δροσοσταλίδα κυλά στη φυλλωσιάΤου δένδρου που στεκόταν σαν παλικάρι ορθόΚι αχνά καθρεφτιζόταν στο ήρεμο νερό. «Πού πας κι απομακρύνεσαι απ’ τα κλαδιά τα ίσια;Εγώ δε σε προφύλαξα απ’ της βροχής τη λύσσα;»«Στη λίμνη πάω τ’ αδέρφια μου τ’ άλλα για να τα βρωΠου κολυμπούν στον όμορφο και μαγικό...