Ντύθηκε ο Μάιος με χρώματα κι ένα στεφάνι κόκκινο άφησε να φυλά το μνημείο του αγνώστου ερωτευμένου. Για να τιμήσει η ελπιδοφόρα άνοιξη τους αγώνες του να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα του έρωτα εις τους αιώνας των αιώνων.
«Ακούς, αγάπη μου; “Ανεξιχνίαστος παραμένει ο θάνατος των δύο ηλικιωμένων που βρέθηκαν νεκροί στο κρεβάτι τους την περασμένη Πέμπτη”. Μας έβγαλαν στις ειδήσεις! Τους έκανε εντύπωση, λέει, πως κρατιόμασταν από το χέρι. Πού να ξέρουν! Θυμάσαι τότε, αγάπη μου, που σου ζήτησα για πρώτη φορά να μου κρατάς το χέρι ό,τι κι αν γίνει; Νέοι...
Μια ανορθόδοξη άνοιξηστα τέλη του Οκτώβρη,παραμονές γιορτής,φωνάζει ΝΑΙ στην ομορφιάτης δίκαιης λευτεριάςκι ΟΧΙ στων λίγων την αιώνια τυραννία.Είθε ν’ ανθίσουν οι ψυχέςκαι να φυτρώσουν τα ΟΧΙ,αγέρωχα, υπερήφανα,στο γόνιμο περιβόλι της ειρήνης,να στολιστεί η γημ’ αγάπη, χαρά, ζωήκαι παιδικά χαμόγελα.
Μετάνιωσε η άνοιξη σαν έλειψαν οι ανθρώποι. Θέλησε να παραιτηθεί στην έρμη μοναξιά της. Μα άκουσε το φθινόπωρο το βροχερό της κλάμα Κι απ’ τα δεινά της σκέφτηκε να την ελευθερώσει. «Όσο λυπούνται οι άνθρωποι στη θέση σου θα μείνω. Μα όταν θα στάξουν οι καρδιές ξανά γλυκό το μέλι, θα τρέξω σαν τον άνεμο...
Ήταν πρωί όταν βγήκα στο μπαλκόνι και το είδα. Κουβαλούσε με προσοχή ένα κλαδάκι στο στόμα του. Όταν έφτασε στη φωλιά που έχτιζε, το τοποθέτησε με μαεστρία και κοίταξε υπερήφανο. Ήταν έτοιμη. «Καλημέρα χελιδόνι!» το χαιρέτησα. «Καλημέρα!» μου ανταπάντησε με ένα κοφτό τιτίβισμα.Ξάφνου, παρά το μαγικό μου διάλογο, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου....