Πέτα όνειρό μου! Πέτα ψηλά σαν χαρταετός στα χέρια ενός παιδιού! Δώσε μου την ελπίδα κι άσε με ν’ αγγίξω λίγο από τον αιθέριο ουρανό σου! Από εσένα, μου είπαν, έχω φτιαχτεί κι είναι στη φύση μου να κοιτώ κει πάνω. Να ψάχνω μέσα στα νέφη να σε βρω. Μην έχεις μπλεχτεί μες στης μολυσμένης πόλης τα καλώδια. Μην έχεις...
Μάσκες. Άμυνες έναντι τραυμάτων, χτισμένες με πόνο και ψέμα, κατατρώνε τον χρήστη τους. Βάρος ασήκωτο στο πρόσωπο. Φωτιά που καίει με οξύ τα εναπομείναντα ψήγματα συνείδησης. Μα η ζωή τούς όρισε ημερομηνία λήξης. Μάσκες της πτώσης. Μοίρα τους είναι να μην μπορούν για πάντα να σταθούν. Προικισμένες με την τέχνη της απάτης, μα καταδικασμένες στην...
Μια λευκή αυγή βάφτηκε στα κοραλλένια.Βγήκε ν’ αγναντέψει πάνω από σώματα που περιπλανιόνται αδιάλειπτα.Μια ποικιλία ζωηρών αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης θα στολίσει και πάλι τη μέρα της.Τυχαίες συναντήσεις, μεγάλες αποφάσεις, στροφές της μοίρας.Θα δει δάκρυα κάθε λογής, χαμόγελα ειλικρινά, ερωτικά και ψεύτικα, θυμό, απογοήτευση, χαρά και γαλήνη.‘Πώς καταφέρνει ο άνθρωπος να κρύβεται κάτω από τόσο...
Θάρρος είναι για αφέλεια άραγε, άνθρωπε, πως αγαπάς, ενώ σε μια στιγμή μπορείς όλα να τα χάσεις;Είσαι η πιο επισφαλής επιχείρηση, μα το προϊόν της αγάπης σου αποφέρει το μεγαλύτερο κέρδος. Να ‘ναι η πίστη σου σ’ αυτό, που σε κάνει να προχωράς πάσει θυσία ή η ψευδαίσθηση πως είναι το μόνο που θα πάρεις...
Ζήσε το καλοκαίρι σου. Απόλαυσε τη θέρμη του αυγουστιάτικου ήλιου σαν το φιλί του κεραυνοβόλου έρωτα. Άφησε τη θάλασσα να σβήσει τα βήματά σου από την άμμο μαζί με τα λάθη σου. Βούτα στ’ αλμυρά τα κύματα χωρίς φόβο μα με πάθος. Αγνάντεψε το ηλιοβασίλεμα και δώσ’του να ταξιδέψει τα όνειρά σου. Στον αέρα του...
Θα ήθελα να ‘χα ένα μαχαίρι κι ένα μαγικό πινέλο. Με το μαχαίρι θ’ αφαιρούσα κάθε ασχήμια και με το πινέλο θα ζωγράφιζα χαμόγελα στις ψυχές των ανθρώπων. Αλλά πάλι…. με ξέρω. Στο τέλος, θα έβαφα και το μαχαίρι να μην μπορεί κανένα κακό να τρυπώσει σε τούτο δω το παραμύθι!
Σαγηνευτική δύναμη με καλεί σαν τον δραπέτη Να τρέξω, ν’ απομακρυνθώ, να χαθώ. Σ’ έναν κόσμο πιο φιλόξενο για την πληγωμένη ευαισθησία μου. Δε μου υπόσχεται ακριβή προορισμό. Μια ασαφή ιδέα για πυξίδα μόνο. Τριγύρω όλα ξένα με αύρα εχθρική. Από τ’ ασήμαντα ως τα πιο ουσιώδη. Αναταράσσουν με τις δονήσεις τους την ήδη ταραγμένη...
Λάζαρε, δεύρω έξω να δεις τους ζωντανούς. Εκείνους που τυλιγμένοι στο θερμό σαρκίο τους περιφέρονται και διατείνονται πως ζουν. Εκείνους που βαλτωμένοι στο βούρκο της συνήθειας έχουν ξεχάσει το φως της ημέρας και τη λάμψη της σελήνης. Έχουν αισθήσεις, παλμό και κίνηση, μα καμία συναίσθηση, κανένα καρδιοχτύπι και κανένα κίνητρο δεν τους ωθεί. Λάζαρε, δεύρω...
Στης καρδιάς την κρύπτη φωλιάζει δειλά. Βολεύεται και νωχελικά περιμένει το τέλος. Η αδελφή της δε χώρα στο ίδιο δωμάτιο. Ξενιτεύτηκε στα ανώτερα δώματα του νου. Δραστήρια, τολμηρή και γενναία. Δυο αδελφές τόσο ανόμοιες κι όμως συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα. Όταν η επιλογή έχει γίνει, η ελπίδα κρυφοκοιτάζει πίσω από την κουρτίνα για να δει...
«Ακούς, αγάπη μου; “Ανεξιχνίαστος παραμένει ο θάνατος των δύο ηλικιωμένων που βρέθηκαν νεκροί στο κρεβάτι τους την περασμένη Πέμπτη”. Μας έβγαλαν στις ειδήσεις! Τους έκανε εντύπωση, λέει, πως κρατιόμασταν από το χέρι. Πού να ξέρουν! Θυμάσαι τότε, αγάπη μου, που σου ζήτησα για πρώτη φορά να μου κρατάς το χέρι ό,τι κι αν γίνει; Νέοι...