Ταξίδι προς τον έρωτα

Καθόταν βολικά στη θέση της, ενώ το τρένο γέμιζε με επιβάτες. Η αμαξοστοιχία είχε προορισμό τη Θεσσαλονίκη κι από εκεί θα συνέχιζε για Ξάνθη. Στην τετράδα των αεροπορικών θέσεων που περιλάμβαναν και τη δική της, δεν είχε καθίσει ακόμα κανείς. Παρακαλούσε είτε να μείνει ως έχει είτε να κάτσει κάποια οικογένεια με παιδάκια. Τα αγαπούσε τα παιδιά. Ήταν οι καλύτεροι συνεπιβάτες. Της ανταπέδιδαν σχεδόν πάντα το χαμόγελο και κάποιες φορές της έπιαναν και την κουβέντα. Τότε η Νάντια έπαιζε μαζί τους. Της άρεσε η ιδέα πως έπαιρνε λίγο βάρος από τις πλάτες των γονιών που ήταν ήδη αγχωμένοι με το ταξίδι. Ήταν η δουλειά της άλλωστε. Τους έβλεπε κάθε πρωί στον βρεφονηπιακό με τα μάτια μαύρα από την αϋπνία, να προσπαθούν να συγχρονίσουν τη δουλειά με την οικογένεια και να εγκλωβίζονται κάπου στη μέση, σαν φαντάσματα ανάμεσα σε δυο αταίριαστους κόσμους. Συχνά αναρωτιόταν αν θα της συνέβαινε το ίδιο, όταν με το καλό θα έκανε κι εκείνη οικογένεια.

Το μυαλό της πήγε στον Πάνο. Μια ευφορία πλημμύρισε το στήθος της στη σκέψη του. Είχε να τον δει ήδη δυο βδομάδες από όταν πήρε μετάθεση για την Ξάνθη. Είχαν ακούσει πως το στρατόπεδο ήταν πολύ «προβλεπόμενο» κι είχαν αγχωθεί για τις άδειες που θα έπαιρνε. Στην αρχή, η Νάντια σκέφτηκε να του κάνει έκπληξη μ’ αυτό το ταξίδι. Οι ελπίδες της ναυάγησαν, όταν ο Πάνος της επιβεβαίωσε στο τηλέφωνο ότι τα πράγματα ήταν όντως αυστηρά εκεί πάνω. Του αποκάλυψε την πρόθεσή της να πάει να τον δει κι εκείνος, γεμάτος χαρά, προσπάθησε να πείσει τον διοικητή του να του δώσει τουλάχιστον έξοδο την ημέρα που θα ερχόταν το κορίτσι του να τον επισκεφθεί από Αθήνα. Η Νάντια έκλεισε αμέσως εισιτήριο και να την τώρα που ευχόταν οι 12 ώρες ταξιδιού να μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε μία.

Η επιθυμία της Νάντιας για τους συνεπιβάτες της εισακούστηκε και δυο παιδικά μουτράκια έπιασαν τις θέσεις δίπλα κι απέναντι της. Ένα κοριτσάκι γύρω στα πέντε, με ξανθά μπουκλάκια που κρέμονταν ατίθασα πάνω από τα αυτιά κι ένα αγόρι γύρω στα εφτά, που είχε χωθεί μέσα στον ηλεκτρονικό κόσμο του τάμπλετ του με το που κάθισε στο κάθισμα του. Η μαμά τους, μια πολύ ήρεμη γυναίκα, με την εξάντληση έκδηλη στο πρόσωπό της, αλλά κι ένα αμυδρό χαμόγελο που φώτιζε τις πρόσφατα σχηματισμένες ρυτίδες γύρω από τα μάτια της εξέπεμπε μια ικανοποίηση πως όλα είχαν πάει και θα πήγαιναν καλά. Της Νάντιας της άρεσαν οι αισιόδοξοι άνθρωποι. Η μικρή απέναντί της, την κοιτούσε ήδη επίμονα. Η Νάντια τής χάρισε το πρώτο χαμόγελο και έστρεψε το βλέμμα της προς τη μητέρα. Από την έκφραση τους καταλάβαινε πάντα, αν είχε την άδεια από τους γονείς ν’ ασχοληθεί με το παιδί. Η μητέρα χαμογελούσε.

«Πώς σε λένε;»

«Μυρτώ.»

«Τι ωραίο όνομα που έχεις και τι όμορφο το κουκλάκι σου! Έχει κι αυτό ένα όνομα, σωστά;»

Και το παιχνίδι ξεκίνησε. Οι πρώτες ώρες του ταξιδιού κύλησαν γρήγορα κι ευχάριστα. Οι συνεπιβάτες της κατέβηκαν στο Λιανοκλάδι κι οι θέσεις άδειασαν και πάλι. Με ανακούφιση, η Νάντια τους είδε να κατεβαίνουν από το τρένο. Είχαν φτάσει ασφαλείς στον προορισμό τους. Από το πρωί πάλευε να διώξει τον φόβο που της είχε δημιουργηθεί μετά το ατύχημα στα Τέμπη και το είχε καταφέρει. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Εξάλλου δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πάει στον Πάνο. Η ζωή την έσπρωχνε πεισματικά να ζήσει και ο φόβος υποχωρούσε μπροστά στην τόλμη της νιότης. Όμως τώρα που είδε αυτά τα δυο μουτράκια να αποβιβάζονται, εικόνες εφιάλτη πλημμύρισαν το μυαλό της. Τι θα είχε συμβεί αν γινόταν πάλι δυστύχημα; Τι θα γίνονταν αυτά τα παιδιά; Πώς θα τα βοηθούσε να σωθούν; Τι θα αντίκρυζαν τα ματάκια τους; Θα έβγαιναν ζωντανά; Για εκείνη δεν την ένοιαζε. Κουβαλούσε την ευθύνη του εαυτού της και μόνο κι ήταν ελαφρύ το βάρος. Αυτόματα σκέφτηκε εκείνη τη μάνα που είχε στα χέρια της τρεις ζωές να προσέχει. Τη φαντάστηκε να σέρνεται αναμαλλιασμένη και πανικόβλητη μέσα στο τρένο και να ουρλιάζει τα ονόματα των παιδιών της. Ανατρίχιασε. Κούνησε απότομα το κεφάλι της δεξιά αριστερά να διώξει τις τρομακτικές σκέψεις. Όλα είναι οκ, επανέλαβε από μέσα της.

Μια παρέα γυναικών, ιδιαίτερα διαχυτικών, κατέλαβε τις άδειες θέσεις της τετράδας. Η έντονη ενέργειά τους της άλλαξε αμέσως τη διάθεση. Αφού τακτοποιήθηκαν, της έπιασαν αμέσως την κουβέντα, σαν να ήταν υποχρέωσή τους να την εντάξουν στη συντροφιά τους. Τους είπε πως είχε φαντάρο στην Ξάνθη και πήγαινε να τον δει, τους εκμυστηρεύτηκε πως γνωρίστηκαν τυχαία στο πάρκο μια μέρα που έπεσε με το ποδήλατό της κι ήταν ο μόνος που έτρεξε να την βοηθήσει. Πως μετά από έναν χρόνο αποφάσισαν να μείνουν μαζί, αλλά το χαρτί του στρατού τους έκοψε τη χαρά και τώρα τους έτρωγαν οι δρόμοι προκειμένου να βρεθούν. Πόσο εύκολα βγαίνουν οι λέξεις όταν μιλάς σε ξένους που δε θα ξαναδείς, σκέφτηκε. Τα λόγια που γλιστρούσαν από το στόμα της εισέρχονταν στο μυαλό των γυναικών και καταγράφονταν στις αναμνήσεις που θα είχαν να διηγούνται μεταξύ τους, κάθε φορά που θα σκέφτονταν το ταξίδι τους. Για εκείνες θα ήταν πάντα μια άγνωστη, συμπαθητική κοπέλα που γνώρισαν στο τρένο, καθώς πήγαιναν διακοπές στη Θεσσαλονίκη. Άκουγε από τώρα την ηχώ της συζήτησής τους μετά από μερικά χρόνια «Θυμάσαι εκείνο το κοριτσάκι στο τρένο που πήγαινε να δει τον φαντάρο της; Τι καλό παιδί! Να τον παντρεύτηκε άραγε τον Πάνο; Έτσι δεν τον έλεγαν; Μακάρι!» Αθώες κουβέντες γεμάτες αγάπη και νοιάξιμο από ξένους. Αν αυτό δεν είναι κομμάτι ανθρωπιάς, τότε τι είναι;

Οι γυναίκες κατέβηκαν στη Θεσσαλονίκη, αφού τη χαιρέτισαν εγκάρδια και τη γέμισαν ευχές. Έμεινε μόνη ν’ απολαμβάνει τη θέα, καθώς το τρένο έσερνε το σιδερένιο κουφάρι του μέσα στο καταπράσινο τοπίο στις όχθες του ποταμού Νέστου. Τα τρεχούμενα νερά, η δροσιά του τοπίου που αισθανόταν ακόμα και μέσα από το κλειστό τζάμι και το πράσινο που ξεκούραζε το μάτι, έκαναν τη διαδρομή να μοιάζει βγαλμένη από όνειρο. Η Νάντια είχε γύρει το κεφάλι της πάνω στο παράθυρο και ρουφούσε αχόρταγα τη φυσική ομορφιά. Σε λίγη ώρα θα βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τι όμορφη που είναι η ζωή κάποιες φορές!

Related Posts