Αλωνίζω στ’ αμετάβλητα σοκάκια της ρουτίνας
μ’ έναν πόθο μασκαρεμένο αδιαφορία.
Τον προστατεύω στοργικά κάτω από τη φτερούγα
των ονείρων που μοιράζομαι μ’ ένα τραχύ μαξιλάρι,
μουσκεμένο από τα δάκρυα της ματωμένης ελπίδας μου.
Ποιος θα νοιαστεί για τα ανείπωτα;
Ποιος ενδιαφέρεται για ό, τι δεν έχει φωνή;
Τι κι αν κραυγάζει πιο δυνατά
κι από την ακούρδιστη μπάντα του χαμένου χρόνου.
Τι κι αν φαίνεται πιο καθαρά
κι από τον ξάστερο ουρανό της ειλικρίνειας
σε δυο μάτια που δεν έμαθαν να λένε ψέματα.
Ποιος νιώθει το αδιόρατο
αν όχι μέσα από την παραμελημένη ενσυναίσθηση
που λαχταρά ν’ αφυπνιστεί;
Ποτέ ο πόθος δεν πέθανε από τα χέρια του αντικειμένου του.
Αυτόχειρας που σέρνεται
στα σκοτεινά στενά της λήθης
δηλητηριασμένος από την πίκρα της απογοήτευσης.
Εκεί, που η ρουτίνα επιβάλλεται της μνήμης
και απωθεί πεισματικά την απώλεια,
θα γεννηθεί ξανά.
Ο φοίνικας πόθος που σβήνει τον θάνατο
με την αέναη ομορφιά της ζωής.